Κάθε Σάββατο στις 5 μ.μ. πλέον οι booklovers παρακολουθούν πιστά το «Βιβλιοβούλιο», το «καμάρι» του Καναλιού της Βουλής, μια εκπομπή χωρίς σοβαροφάνεια, που φιλοξενεί συγγραφείς, μεταφραστές, εκδότες, βιβλιοπώλες, ανθρώπους του βιβλίου γενικότερα, και επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή. Μέχρι σήμερα έχουν προβληθεί περί τις 150 εκπομπές με ισάριθμους καλεσμένους, οι 10 από τους οποίους ήταν ξένοι. Συνολικά έχουν παρουσιαστεί και συζητηθεί στο πλαίσιό της πάνω από 600 βιβλία. Την αρχισυνταξία και παρουσίαση της εκπομπής έχει ο Μανώλης Πιμπλής, ενώ εκδόσεις της πρόσφατης παραγωγής παρουσιάζει η −εδώ και χρόνια συνεργάτιδα της LiFO− Σταυρούλα Παπασπύρου. Κριτική βιβλίου κάνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Πρόκειται για τη μοναδική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση που ασχολείται αποκλειστικά με την επικαιρότητα του βιβλίου προσεγγίζοντάς το με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, με τους καλεσμένους συγγραφείς να μιλούν για τα τελευταία τους βιβλία, για το θέμα που αναπτύσσουν, για τα συγγραφικά τους στοιχήματα, για τη συγγραφική μέθοδο που ακολούθησαν αλλά και για το γενικότερο λογοτεχνικό περιβάλλον, τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο, για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Το «Βιβλιοβούλιο» έχει κλείσει πέντε χρόνια και είναι η μακροβιότερη εκπομπή βιβλίου − η προηγούμενη ήταν του Β. Βασιλικού.
Συναντώ τον Μανώλη Πιμπλή και τη Σταυρούλα Παπασπύρου μετά από ένα γύρισμα στο αγαπημένο τους στέκι και όταν τους ζητώ να μου πουν την ιστορία της σχέσης τους λένε γελώντας ότι «τρωγόντουσαν» επί σειρά ετών ποιος θα «βγάλει» το θέμα. Ο Μανώλης ήταν στα «ΝΕΑ», υπεύθυνος για το ένθετο «Βιβλιοδρόμιο», η Σταυρούλα «απέναντι», στην «Ελευθεροτυπία» και την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Μετά από χρόνια που είχαν να ιδωθούν, το φθινόπωρο του 2018 και ενώ ο Μανώλης είχε απολυθεί από τα «ΝΕΑ» συναντήθηκαν τυχαία στο μετρό του Συντάγματος. Η Σταυρούλα, έχοντας ζήσει και εκείνη την περιπέτεια της «Ελευθεροτυπίας», είχε πάρει σύνταξη και έλεγε «δεν με ενδιαφέρει τίποτα». Ο Μανώλης τής τηλεφώνησε λίγο αργότερα λέγοντάς της «Πήρα εκπομπή, θέλεις να έρθεις να παρουσιάσεις μερικές νέες εκδόσεις;» και έτσι ξεκίνησε αυτή η κοινή περιπέτεια.
Μπορείς να παρουσιάσεις ένα βιβλίο χωρίς να το διαβάσεις ή να το κάνεις διαβάζοντας γύρω από το βιβλίο, αλλά δεν μπορείς να μεταδώσεις ένα αίσθημα που έχεις εισπράξει από το βιβλίο. Από τα καλύτερα κομπλιμέντα που έχουμε ακούσει είναι ότι δεν γίνεται «τοποθέτηση προϊόντος» και ότι ακούς ωραία, ζωντανά ελληνικά, καρπωνόμαστε και εγκώμια για τα αυτονόητα, αυτά που είναι το βασικό της δουλειάς μας.
Σταυρούλα: Όταν με πήρε ο Μανώλης, νόμιζα ότι ήταν άπαξ, ότι θα κάνω ένα γκεστ. Πήγα, κάναμε τα γυρίσματα στη βιβλιοθήκη της Βουλής, σε μια γωνίτσα σαν σε υποθηκοφυλακείο, δεν είχαμε στούντιο, ήταν σκηνοθετική άποψη. Την επόμενη εβδομάδα με ξαναπαίρνει ο Μανώλης λέγοντας «έλα να το ξανακάνουμε» και κάπως έτσι ξεκινήσαμε τον Δεκέμβριο του 2018.
Μανώλης: Η πρόταση για την εκπομπή ήρθε από τον τότε γραμματέα της Βουλής Κώστα Αθανασίου, που είναι μεταφραστής από τα ισπανικά του Ρονκαλιόλιο, του Παδούρα. Είδε ότι δεν υπάρχει στην ελληνική τηλεόραση εκπομπή βιβλίου, έριξε την ιδέα, έριξε και το όνομα της Σταυρούλας, που δεν τον γνώριζε, ξεκινήσαμε με μια ημίωρη εκπομπή που στη συνέχεια έγινε ωριαία και την έχουν αγκαλιάσει και όλοι οι επόμενοι μέσα στη Βουλή.
— Ποια ήταν η ιδέα πίσω από μια εκπομπή για το βιβλίο που να είναι και συμπεριληπτική και να μην είναι βαρετή;
Μ.: Η ιδέα ήταν από την αρχή να κάνουμε μια εκπομπή επικαιρότητας, ενημέρωσης και εμβάθυνσης και σχεδιάστηκε εξαρχής να έχει μια συνέντευξη, νέες κυκλοφορίες και κριτική. Μέχρι σήμερα, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχω καλέσει δεύτερη φορά το ίδιο πρόσωπο. Σκεφτόμαστε ότι είναι μια μικρή αδικία να μην έρθει κάποιος δεύτερη φορά και σχεδιάζουμε να κάνουμε ένα ένθετο μικρής διάρκειας για αυτές τις παρουσιάσεις.
— Παρουσιάζετε βιβλία επικαιρότητας μόνο;
Στ.: Ως επί το πλείστον ναι. Επικαιρότητα εννοούμε μια έκδοση και έξι μηνών και ενός έτους, βιβλία λογοτεχνίας, ιστορίας και δοκίμια, επιλεκτικά, για να υπάρχει και δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Μ.: Δεν περιοριζόμαστε μόνο στη λογοτεχνία, έχουμε φωνάξει και πανεπιστημιακούς, αλλά υπάρχουν αρκετά πρόσωπα της πρώτης γραμμής που δεν έχουν κληθεί ακόμα. Και δεν έχει αρνηθεί κανένας την πρόσκλησή μας.
Βιβλιοβούλιο: Καλεσμένος ο Καθηγητής Αρχαιολογίας Γιάννης Χαμηλάκης. (16/07/2023)
— Δέχεστε πιέσεις από εκδοτικούς οίκους;
Μ.: Πάντα, και στη δημοσιογραφική μου καριέρα, φρόντιζα να εκπροσωπούνται εκδοτικοί οίκοι και μεγάλοι και μικροί. Πολλές φορές έκανα πολλά θέματα για έναν νέο εκδοτικό, αν έβλεπα ότι ήταν καλός. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που γίνονται de facto, όταν το 60-70% των καθιερωμένων λογοτεχνών είναι σε δύο εκδοτικούς οίκους, μοιραία θα παρουσιαστούν περισσότερο. Πιέσεις δεν υπάρχουν ούτε πολιτικές ούτε από τους εκδοτικούς. Ένα πράγμα που έχω κατακτήσει στα δημοσιογραφικά, και είμαι πολύ ευχαριστημένος γι’ αυτό, είναι ότι καταλαβαίνουν από το γενικό ύφος ότι υπάρχει μια πολιτική ανοιχτή προς όλους και αξιοκρατική και «ανεξίθρησκη», άρα δυσκολεύεται και ο άλλος να έρθει να σου υποδείξει. Κάθε καλεσμένος έρχεται για κάποιον λόγο, έχει κάτι να πει.
Στ.: Να συμπληρώσω ότι αυτό συμβαίνει και μεταξύ μας, ποτέ ο Μανώλης δεν έχει έρθει να μου πει «να κάνουμε αυτό». Αυτό λοιπόν σου δίνει κέφι και αέρα.
— Σταυρούλα, θέλω να ρωτήσω, τα διαβάζεις όλα τα βιβλία που παρουσιάζεις;
Στ.: Η ρουμπρίκα μου στην εκπομπή λέγεται «Ξεφυλλίζοντας» και θα μπορούσα όντως να ξεφυλλίζω και το ένα και το άλλο βιβλίο. Αυτό δεν έχει νόημα, μπορείς να πας και εσύ στο βιβλιοπωλείο και να ξεφυλλίσεις ένα βιβλίο. Έτσι, αντί για δεκαπέντε, παρουσιάζω τρία βιβλία που έχω διαβάσει, που νομίζω ότι ενδιαφέρουν και τους υπόλοιπους, είναι από την καρδιά μου και αξίζει να τα μάθουμε.
Μ.: Θα ήθελα να πω εδώ ότι υπάρχουν δυο λόγοι για τους οποίους τυχαίνει τόσο μεγάλης αγάπης και αναγνώρισης η Σταυρούλα. Μιλάει για τα βιβλία με αγάπη, πάθος, τρυφερότητα και εκφραστικότητα και πάντα έρχεται πολύ καλά προετοιμασμένη, με σημειώσεις. Το να διαβάζεις τρία βιβλία την εβδομάδα δεν είναι λίγο. Αυτά τα δυο στοιχεία κάνουν πολύ ζωντανή την εκπομπή.
Στ.: Μπορείς να παρουσιάσεις ένα βιβλίο χωρίς να το διαβάσεις ή να το κάνεις διαβάζοντας γύρω από το βιβλίο, αλλά δεν μπορείς να μεταδώσεις ένα αίσθημα που έχεις εισπράξει από το βιβλίο. Από τα καλύτερα κομπλιμέντα που έχουμε ακούσει είναι ότι δεν γίνεται «τοποθέτηση προϊόντος» και ότι ακούς ωραία, ζωντανά ελληνικά, καρπωνόμαστε και εγκώμια για τα αυτονόητα, αυτά που είναι το βασικό της δουλειάς μας.
Μ.: Επίσης, ειδικά στη λογοτεχνία, αν δεν έχεις διαβάσει το βιβλίο ολόκληρο μπορείς να την πατήσεις άσχημα. Στο δοκίμιο μπορείς να δεις από τα περιεχόμενα τι ακριβώς υπάρχει και να διαβάσεις κεφάλαια, στη λογοτεχνία μπορεί στα κεφάλαια που δεν διάβασες να έχουν ανατραπεί τα πάντα. Δηλαδή μπορεί να συναντήσεις μια κριτική και να καταλάβεις ότι αυτός που τη γράφει έχει διαβάσει τις δέκα πρώτες σελίδες, όταν αυτά που εμφανίζονται εκεί δεν υπάρχουν στο υπόλοιπο βιβλίο.
— Μιλώντας γενικότερα για το βιβλίο, έχει μεγάλη σημασία ένα βιβλίο να έχει βραβευτεί, να έχει πάρει ένα Booker, για παράδειγμα; Έχει γίνει ένας αγώνας δρόμου;
Μ.: Είναι σίγουρο ότι έχει γίνει ένας αγώνας δρόμου, τα βραβεία παίζουν ρόλο στην εμπορικότητα, και οι Έλληνες εκδότες βάζουν ταινία στα βραβευμένα βιβλία. Τα τελευταία χρόνια το Booker έχει ανέβει πολύ στη συνείδηση και του μέσου Έλληνα δημοσιογράφου και του αναγνώστη. Το αναγνωστικό κοινό, αν και μεγαλύτερο από παλιά, εξακολουθεί να είναι περιορισμένο, δεν βλέπουμε τα τεράστια νούμερα που πετυχαίνουν κάποια βιβλία στο εξωτερικό. Ας πούμε, το Νόμπελ μπορεί να πουλήσει εδώ 3.000 βιβλία αντί για 1.000. Στη Γαλλία, όποιος πάρει Γκονκούρ, η επόμενη ανατύπωσή του θα είναι 60.000 αντίτυπα.
Στ.: Και οι επιλογές των εκδοτών πολλές φορές σχετίζονται όχι μόνο με το ποιος πήρε το βραβείο, αλλά και με το ποιος ήταν υποψήφιος. Είναι σαν να έχει περάσει από πολλά φίλτρα μέχρι να φτάσει να είναι υποψήφιο ένα βιβλίο. Οπότε δεν είσαι καχύποπτος, το αντίθετο. Φυσικά υπάρχουν και Booker που έχουν περάσει απαρατήρητα. Όσοι καλύπτουν ξένη λογοτεχνία έχουν και αυτή την ευκολία. Στα ελληνικά, το έδαφος είναι παρθένο, έχεις μεγαλύτερη δυσκολία. Εδώ αν πάρει κάποιο βιβλίο το κρατικό βραβείο, δεν μπαίνει κορδέλα, δεν το θυμόμαστε τον επόμενο χρόνο, σαν να είναι ανυπόληπτο.
— Ας μιλήσουμε για την εκδοτική παραγωγή, είναι περισσότερα τα μεταφρασμένα βιβλία;
Μ.: Περίπου το 30-40% είναι μεταφρασμένα βιβλία, ποσοστό πολύ υψηλό σε σχέση με άλλες χώρες, και από παράδοση. Οι αγγλόφωνες χώρες λειτουργούν τελείως αντίστροφα, τα μεταφρασμένα είναι 1% στις ΗΠΑ, 3% στην Αγγλία. Είναι μεγάλος ο αγγλόφωνος κόσμος, έχουν γκάμα, και έχουν δυνατότητα και ενδογλωσσικά, έχουν την ποικιλία και τον εξοπλισμό.
— Τι ρόλο έπαιξε η μετάφραση στην Ελλάδα;
Μ.: Νομίζω η μετάφραση στην Ελλάδα έπαιξε μεγάλο ρόλο, η άνθησή της έχει να κάνει με μια εξωστρέφεια της Ελλάδας που άρχισε να βλέπει τον έξω κόσμο από τα βιβλία. Μέχρι το ‘50-‘60 οι άνθρωποι δεν ήξεραν ξένες γλώσσες όσο σήμερα, οι μεταφράσεις ήταν περιορισμένες και πολλές από αυτές κακές. Σήμερα έχουμε πολύ καλύτερες μεταφράσεις, καλούς μεταφραστές, αν και το στάτους τους είναι τραγικό, είναι κακοπληρωμένη και δύσκολη δουλειά. Επίσης είναι μια δουλειά που σε τρώει, μπαίνεις στον κόσμο του συγγραφέα και στο πετσί του και συναισθηματικά και ψυχικά είναι κάτι πολύ δύσκολο, δεν πληρώνεται. Επίσης δεν βγάζεις το δικό σου κείμενο, δεν είναι αυτόνομη δημιουργία, αυτό κάνει τη διαδικασία πολύ προσωπική και περίπλοκη.
Στ.: Η μεγάλη άνθηση των εκδοτικών έγινε μετά τη χούντα, δημιουργήθηκε μια άλλη εκδοτική πραγματικότητα από καινούργιες γενιές. Μια καινούργια γενιά και μικροί εκδοτικοί οίκοι ξεφύτρωσαν και μέσα στην κρίση, που χτύπησε κυρίως τους μεγάλους οίκους, δεν άντεξαν οικονομικά.
— Πώς βλέπετε το εκδοτικό τοπίο;
Μ.: Πιστεύω ότι ο χάρτης των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα σήμερα είναι υγιής και έχει θετικό πρόσημο. Έχουμε καλούς εκδοτικούς οίκους.
Στ.: Έχουν πολύ ταλαιπωρηθεί οι εκδότες μέσα στην κρίση και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να βγάζουν πολύ καλά βιβλία. Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια είναι οι εκδόσεις που υποστηρίζονται από τους ίδιους τους συγγραφείς. Αυτό θολώνει το τοπίο. Όταν ο εκδότης πληρώνεται για να βγάλει ένα βιβλίο, δεν έχει μετά κανένα κίνητρο, το κέρδος το έχει βγάλει από την πληρωμή. Αυτή η συνθήκη έδωσε βέβαια χρήμα στους εκδότες να βγάλουν τα καλά βιβλία. Γίνεται και μια επιλογή, δεν θέλουν και να συνδέσουν το όνομά τους με κάτι πολύ κακό. Στα προηγούμενα χρόνια, της κρίσης, συνέβη να έχουμε και πεζά πληρωμένα, όχι μόνο ποίηση. Βέβαια, πάντα ελπίζουμε και από τα πληρωμένα να ξεπηδήσει κάτι ελπιδοφόρο.
Μ.: Στην ποίηση υπάρχει ζήτημα, έχουμε απίθανα πολλούς ποιητές, αλλά ελάχιστους αναγνώστες ποίησης, το φαινόμενο αυτό από μόνο του στρεβλώνει τη σχετική αγορά. Γι’ αυτό και η ποίηση, που ήταν κάποτε η προμετωπίδα του ελληνικού βιβλίου, τώρα είναι ένας κύκλος κλειστός, ένας μικρόκοσμος. Ένα παράλληλο σύμπαν.
Βιβλιοβούλιο : Καλεσμένες οι Ποιήτριες Μαρία Σκουρολιάκου και Παυλίνα Μάρβιν (23/03/2024)
— Οι εκδοτικοί οίκοι ποντάρουν στους νέους Έλληνες συγγραφείς;
Μ.: Εμπειρικά έχω παρατηρήσει ότι για ένα μεγάλο διάστημα, τα προηγούμενα χρόνια, υπήρχε μια γήρανση της συγγραφικής ηλικίας, είχε σταματήσει δηλαδή στην ηλικία του Χωμενίδη, της Μιχαλοπούλου. Αυτό άλλαξε, έχουμε νέους συγγραφείς που ξεχωρίζουν από αρκετούς εκδοτικούς οίκους, αλλά δεν υπάρχουν τα νούμερα που έκαναν παλιότερα τα βιβλία.
Στ.: Το θέμα είναι ότι ο κόσμος δεν διαβάζει πια πολύ και υπάρχει μια καχυποψία προς την ελληνική λογοτεχνία ακόμα και από τους ίδιους τους συγγραφείς, η παιδεία τους είναι πιο πολύ αγγλοσαξωνική ή γαλλική παρά ελληνική. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς θέλει κάποιος να γράψει ελληνικά χωρίς να διαβάζει αυτούς που στρώσανε τον δρόμο. Πρέπει να ξέρεις καλά ελληνική λογοτεχνία.
— Υπάρχει εξήγηση για το ότι διαβάζουμε λιγότερο;
Μ.: Δίνεται μια εξήγηση, αφενός ο κόσμος παρασύρεται πολύ από το κινητό, η ανάγνωση εκεί τρώει περισσότερες ώρες από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Νομίζω επίσης ότι πολλοί νέοι διαβάζουν τα βιβλία στο πρωτότυπο. Επίσης ένας άλλος λόγος είναι οι σειρές, που έχουν υποκαταστήσει την ανάγκη να διαβάσει κάποιος ένα μυθιστόρημα.
Στ.: Υπάρχουν πάντως βιβλία που σου καλύπτουν την ανάγκη να δεις σειρές, αντίστοιχης ευχαρίστησης αναγνωστικής με τις καλές σειρές.
Βιβλιοβούλιο: Καλεσμένος ο Συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης (09/03/2024)
— Το κράτος βοηθά την εκδοτική παραγωγή;
Στ.:Το κράτος δεν μπορεί να βοηθήσει να γραφτεί ελληνική λογοτεχνία, αλλά μπορεί να δώσει ενέσεις αισιοδοξίας και στήριξης σε θεσμούς. Υπάρχουν ελληνικά μυθιστορήματα που είναι καλύτερα από τα ξένα που έρχονται εδώ.
Ό,τι βιβλίο ξένο έρχεται, έχει επιχορηγηθεί από ινστιτούτα. Τα σπουδαία έργα δεν βγαίνουν με υποτροφίες συγγραφέων, αλλά για να διαδοθεί παραπέρα η ελληνική λογοτεχνία χρειάζεται ένα σύστημα και μια φροντίδα χωρίς χάσματα.
Μ.: Όσον αφορά την αύξηση του αριθμού των Ελλήνων αναγνωστών, αυτά που λείπουν είναι ένας φορέας βιβλίου, λείπουν βιβλιοθήκες και πολιτικές φιλαναγνωσίας και συστηματική δουλειά με τα σχολεία για να δημιουργήσεις νέους αναγνώστες. Το ΕΚΕΒΙ έκανε πολλά πράγματα που έμειναν στη μέση − όπως πολλά μένουν στη μέση. Ειδικά τα προγράμματα μεταφράσεων είναι απαραίτητα, τα ζητούν οι ξένοι εκδότες, μια ενίσχυση σαν κίνητρο να εκδώσουν Έλληνες. Δεν είναι πολλά αυτά τα χρήματα, αλλά δεν έχουμε οργάνωση και θέληση και συστηματικότητα, που δεν υπήρξε ποτέ. Ας πούμε, το κράτος δεν μπορεί να υποσχεθεί και αν υποσχεθεί δεν μπορεί να τηρήσει ένα πρόγραμμα πενταετίας. Αυτό γίνεται από τη δεκαετία του 2000 διαρκώς, αρχίζει ένα πρόγραμμα και διακόπτεται, η Ελλάδα φαίνεται αφερέγγυα και εγκαταλείπεται και από τους ξένους ατζέντηδες. Θέλει πολλή δουλειά, σύστημα με διάρκεια.
Στ.: Πάντως δεν μπορεί να έχει μειωθεί το ειδικό βάρος που έχει στην κοινωνία ο πολιτισμός και η τέχνη γενικότερα και αυτό να μην πλήξει και το βιβλίο. Κάτι άλλο που δεν έχουμε πει είναι πόσο έχει συρρικνωθεί η αγορά του βιβλίου. Δηλαδή, πριν από την κρίση υπήρχαν περίπου 3.500 σημεία πώλησης σε όλη την Ελλάδα, τα πρώτα χρόνια της κρίσης έπεσαν στα 850, η φούσκα διαλύθηκε.
Μ.: Και δεν έχουμε πάνω από 150 καλά, αμιγή βιβλιοπωλεία σε όλη την Ελλάδα.
— Μανώλη, θα ήθελα να μου πεις και για το Φεστιβάλ Βιβλίου που οργανώνεις με μεγάλη επιτυχία στα Χανιά, ποιους περιμένουμε φέτος, να βγάλω κι εγώ μια είδηση.
Το καλοκαίρι θα γίνει το τρίτο φεστιβάλ από τις 26-30 Ιουνίου, το θέμα θα έχει να κάνει με την Ευρώπη, θα έχουν μεσολαβήσει και οι ευρωεκλογές και θα είναι μια ευκαιρία να συζητήσουμε και περί ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και για τα τεκταινόμενα στη Ευρώπη, να σκεφτούμε και για το παρελθόν και το μέλλον της σε μια εποχή μεγάλης αβεβαιότητας. Θα έρθει ο Ματίας Ενάρ από τη Γαλλία, ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ από τη Βουλγαρία, να σου πω αυτούς για αρχή. Ο κόσμος το αγκάλιασε και είναι ένα φεστιβάλ διεθνές που θέλουμε να συνεχιστεί και να αποδίδει καρπούς.
— Σταυρούλα, εσένα θέλω να σε ρωτήσω το εξής: ας πούμε ότι ένας νέος αναγνώστης θέλει να διαβάσει ελληνική λογοτεχνία, τα παλιότερα, το «πίσω ράφι». Από πού θα πρότεινες να ξεκινήσει;
Θα πρότεινα να γνωρίσει τα βιβλία του Τσίρκα, του Ταχτσή, του Χατζή, θα πήγαινα μετά στον Κουμανταρέα, στον Βασιλικό, στη Μάρω Δούκα, φυσικά στον Καραγάτση, είναι βιβλία βασικά για να ξεκινήσεις, να πλουτίσεις το λεξιλόγιό σου και να γνωρίσεις τη γλώσσα σου.
Το «Βιβλιοβούλιο» προβάλλεται από το Κανάλι της Βουλής κάθε Σάββατο στις 17:00 και επαναλαμβάνεται κάθε Παρασκευή στις 19:00.