Νέα έρευνα που επικαλείται η Greenpeace, αποκαλύπτει πώς ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στηρίζει ακόμα τα ορυκτά καύσιμα, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες εξαγγελίες.
Όπως σημειώνει η Greenpeace, ενώ υποτίθεται πως η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει την πολιτική της «ουδετερότητας της αγοράς», στην πραγματικότητα επιβραβεύει δυσανάλογα τις ρυπογόνες βιομηχανίες με τις αγορές ομολόγων που κάνει.
Σύμφωνα με την έκθεση (Decarbonising Is Easy: Beyond Market Neutrality in the ECB's Corporate QE), από τα 241,6 δισεκατομμύρια ευρώ σε εταιρικά ομόλογα που κατείχε η ΕΚΤ στα τέλη Ιουλίου 2020, περισσότερα από τα μισά είχαν εκδοθεί από εταιρείες με υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, που συμβάλλουν σημαντικά στις συνολικές εκπομπές αερίων της ΕΕ και επιδεινώνουν την κλιματική κρίση.
Η ΕΚΤ κατέχει ομόλογα από πολλούς από τους μεγαλύτερους ρυπαντές στην ΕΕ. H ανάλυση επίσης έδειξε ότι το 62,7% των ομολόγων που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ προέρχονται από ρυπογόνους τομείς που συνεισφέρουν σε ποσοστό μόλις 17,8% στην αγορά εργασίας και 29,1% στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στη ζώνη του ευρώ.
«Είναι η στιγμή να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από την υποτιθέμενη ουδετερότητα και να αρχίσουν να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τις επιπτώσεις των επιλογών τους στην κοινωνία και τον πλανήτη» είπε η Jennifer Morgan, Γενική Διευθύντρια της διεθνούς Greenpeace.
«Η ΕΚΤ πρέπει να σταματήσει να δέχεται ομόλογα από εταιρείες που καταστρέφουν το κλίμα, ειδικά εφόσον γνωρίζουμε ότι προσφέρουν πολύ λίγα στην εργασία και και την οικονομία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας πρέπει να προσαρμόσει τη χρηματική πολιτική του, να σταματήσει να αγοράζει ομόλογα από ρυπαντές, και να στηρίξει τη μετάβαση σε έναν πράσινο και δίκαιο κόσμο».
Οι ερευνητές προτείνουν δύο σενάρια που θα μπορούσε να υιοθετήσει η ΕΚΤ ώστε να στηρίξει τη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια και να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση, αγοράζοντας περισσότερα «πράσινα» ομόλογα. Θα σταματούσε δηλαδή να αγοράζει από τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων και άλλους μεγάλους ρυπαντές, επενδύοντας περισσότερο στον τομέα της ανανεώσιμης ενέργειας, δηλαδή πιο πολλά «πράσινα» ομόλογα.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το New Economics Foundation, τη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (SOAS), το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αγγλίας, το Πανεπιστήμιο του Greenwich και το γραφείο της Greenpeace στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη.