Περπατώντας κανείς ανάμεσα στους κέδρους του Λιβάνου, αισθάνεται ότι βρίσκεται στη συντροφιά αρχέγονων οντοτήτων της Γης.
Αμέτρητα δέντρα ηλικίας 1.000 ετών, απλώνουν τα οριζόντια κλαδιά τους πάνω από τα κεφάλια των επισκεπτών, με τις ρίζες τους βαθιά μέσα στο ασβεστολιθικό έδαφος.
Οι κέδροι ευδοκιμούν στη χώρα χάρη στην υγρασία και στις ασυνήθιστα χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στη χώρα.
Πρόκειται για ένα σπάνιο οικοσύστημα στη Μέση Ανατολή, που για αιώνες παγίδευε όσα σύννεφα ταξίδευαν από την Μεσόγειο θάλασσα, φέρνοντας μαζί τους το χιόνι.
Καθώς όμως το κλίμα αλλάζει απότομα, τα δάση του Λιβάνου κινδυνεύουν για πρώτη φορά στην ιστορία τους με εξαφάνιση.
Οι ολοένα υψηλότερες θερμοκρασίες στη χώρα περιορίζουν τις βιώσιμες ζώνες των κέδρων σε μεγαλύτερα υψόμετρα.
Τα δέντρα αυτά χρειάζονται πολύ χαμηλές θερμοκρασίες για να πολλαπλασιαστούν και έτσι η επιβίωσή τους στις χαμηλότερες πλαγιές, που η θερμοκρασίες είναι υψηλότερες, γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Το ιδανικό υψόμετρο για τους κέδρους είναι μεταξύ 1.400 και 1.800 μέτρων αλλά σε πειράματά τους οι γεωπόνοι ανακάλυψαν πως τα δέντρα αυτά μπορούν να επιβιώσουν και στα 2.100 μέτρα.
Σε δάση όπως το Μπαρούκ όμως, δεν υπάρχει περιθώριο για τους κέδρους να «στείλουν» τους σπόρους τους σε ψηλότερα υψόμετρα.
Τα πρώτα 40 με 50 χρόνια της ζωής τους, τα δέντρα αυτά μεγαλώνουν πάρα πολύ αργά.
Οι κλιματολόγοι προειδοποιούν πως, αν οι θερμοκρασίες συνεχίσουν να ανεβαίνουν (όπως αναμένεται), μέχρι το 2100 οι κέδροι θα μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνο στο βορειότερο άκρο του Λιβάνου.
Ωστόσο ούτε εκεί η εικόνα είναι ιδανική αφού στο πυκνότερο δάσος κέδρων, στο Φυσικό Καταφύγιο του Τανουρίν, το 7% των δέντρων ξεράθηκε στις αρχές του 2000, από έντομα που έκαναν την εμφάνισή τους μετά το 1997.
Για περισσότερα από 5.000 χρόνια οι κέδροι χρησιμοποιούνταν για τη ναυπήγηση πλοίων και την κατασκευή ναών στην αρχαία Αίγυπτο, στην Ιερουσαλήμ και σε άλλες πόλεις.
Από τα δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα δασών στα υψίπεδα του Λιβάνου όμως, μόνο 17 τ.χλμ απομένουν σε διάσπαρτα άλση.
Οι κέδροι χρειάζονται το χιόνι για την επιτυχημένη επικονίαση τους. Όμως και ο φετινός χειμώνας ήταν «απογοητευτικά ήπιος», όπως εξηγούν οι ειδικο.
Ο συντονιστής οικοτουρισμού στο καταφύγιο βιόσφαιρας του Σουφ, Ομάρ Αμπού Άλι, επισημαίνει τα ανησυχητικά σημάδια.
«Οι πρώτοι βλαστοί δεν εμφανίζονταν πριν τις αρχές του Μαΐου αλλά φέτος βγήκαν από τον Απρίλιο. Όσο πιο νωρίς φυτρώνουν τόσο πιο ευάλωτοι είναι, αυτή η πρόωρη βλάστηση μπορεί να τους οδηγήσει στον θάνατο».
Τις προηγούμενες δεκαετίες, έβρεχε ή χιόνιζε 105 ημέρες τον χρόνο. Το χιόνι στα μεγαλύτερα υψόμετρα κάλυπτε το έδαφος ακόμα και για 4 μήνες. Τον περασμένο χειμώνα όμως έβρεξε μόλις 40 ημέρες και το χιόνι κράτησε για έναν μήνα.
«Η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός εδώ», λέει ο διευθυντής της Βιόσφαιρας του Σουφ, Νιζάρ Χανί.
«Το δάσος των κέδρων "μεταναστεύει" σε μεγαλύτερα υψόμετρα αλλά δεν είναι σίγουρο πως θα καταφέρουν να το ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα είδη με τα οποία συμβιώνει», τονίζει ο Χανί, που φοβάται ακόμα πιο σοβαρές εκτροπές του οικοσυστήματος στο άμεσο μέλλον.
Μία έρευνα του 2010 προειδοποιούσε ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη στον υφιστάμενο ρυθμό θα οδηγήσει στην πλήρη εξαφάνιση των κέδρων από το Σουφ.
Μετά τη φετινή, περιορισμένη χιονόπτωση οι υπεύθυνοι του καταφυγίου στο Τανουρίν, είχαν προετοιμαστεί ψυχολογικά για μία δύσκολη σεζόν.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το Cephalcia tannourinensis, ένα έντομο που τρέφεται από τις μικρές βελόνες των κέδρων.
Το έντομο ήταν άγνωστο στους επιστήμονες μέχρι το 1998, που ο Λιβανέζος εντομολόγος Ναμπίλ Νεμέρ το συνέδεσε με την εκτεταμένη καταστροφή κέδρων της προηγούμενης χρονιάς.
Παλιότερα, το έντομο δεν βασιζόταν στους κέδρους για την επιβίωσή του καθώς ξεχειμώνιαζε κάτω από το χώμα.
Καθώς όμως τα χιόνια άρχισαν να λιώνουν νωρίτερα, τα έντομα αυτά άρχισαν να αφήνουν τα αυγά τους στις νέες ρίζες των κέδρων, καταστρέφοντας τα μικρά δέντρα.
«Είμαστε σε έναν αγώνα δρόμου», παραδέχεται ο Χανί. «Και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο».
Με πληροφορίες από New York Times/ Φωτογραφίες του Josh Haner.
σχόλια