Για «ελληνικό θαύμα» κάνει λόγο η Bild, αναφερόμενη στην ελληνική οικονομία, ενώ η γερμανική εφημερίδα φιλοξενεί συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη.
«Η Ελλάδα είναι σήμερα ένας δυναμικός, εξωστρεφής προορισμός για επενδυτές, με ισχυρή φωνή στην καρδιά της ΕΕ και μια οικονομία που βιώνει μία άνευ προηγουμένου αναγέννηση», δηλώνει στη συνέντευξη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ μεταξύ άλλων αναφέρει πως η Ελλάδα αποτελεί τη «θετική ιστορία» της ευρωζώνης.
Το 2010 η Ελλάδα ήταν «το προβληματικό παιδί της Ευρώπης, στο χείλος της χρεοκοπίας, που παραλίγο να αποβληθεί από την ευρωζώνη», γράφει η Bild. Τώρα, συνεχίζει αφού κάνει αναφορά στο αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας που επέβαλε η τρόικα, «η ελληνική κυβέρνηση σχεδόν ευχαριστεί εκείνους τους βάναυσους κανόνες».
«Οι μεταρρυθμίσεις μας επέτρεψαν να γυρίσουμε την πλάτη στον λαϊκισμό και τις κρίσεις του παρελθόντος. Μας βοήθησαν να προστατεύσουμε την κοινωνική συνοχή και να ενδυναμώσουν οι δημοκρατικοί θεσμοί μας», δηλώνει στη γερμανική εφημερίδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας πως «η ελληνική οικονομία συνεχίζει να έχει τις καλύτερες επιδόσεις στην ευρωζώνη».
Στη συνέντευξη, ο πρωθυπουργός μεταξύ άλλων σημειώνει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα φέτος και το 2024 αναμένεται να είναι «από τα χαμηλότερα ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες», ότι η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται και πως «οι ξένες επενδύσεις συμβάλλουν σε ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη».
»Αντιστρέψαμε το ρεύμα. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον το πρόβλημα, αλλά μέρος της λύσης. Είμαστε η θετική ιστορία της ευρωζώνης», συνεχίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η Bild κάνει αναφορά σε ένα «γαλανόλευκο θαύμα των Χριστουγέννων», αλλά σημειώνει και τα προβλήματα που υπάρχουν ακόμη. Ειδικότερα, επισημαίνει το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, αλλά και πως σύμφωνα με τη Eurostat οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες, ενώ η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνες με τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη.
Ιδιαίτερα υψηλές, καταλήγει η Bild, είναι οι τιμές των τροφίμων: η Ελλάδα έχει το ακριβότερο γάλα, τυρί και αυγά, καθώς οι τιμές τους είναι 38,9% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.