Προκειμένου να αποσείσει τις ποινικές ευθύνες από τις παράνομες ενέργειές του, ο Νίκος Παππάς απέδωσε τα πάντα στον Χρήστο Καλογρίτσα, αλλά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού τεκμηριώνει ότι διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο στις πράξεις αυτές, αναφέρει το σκεπτικό του Ειδικού Δικαστηρίου, που οδήγησε στην ομόφωνη καταδίκη του Νίκου Παππά.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι δικαστές δεν έχουν καμία αμφιβολία για την τέλεση της παράβασης καθήκοντος, όπως και για το ότι ο Χρήστος Καλογρίτσας χρησιμοποιήθηκε ως «αχυράνθρωπος» για να αποκτήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ένα κανάλι που θα έλεγχε άμεσα. Οπως αναφέρεται: «Ο Νίκος Παππάς, με εξακολουθητικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις), επεδίωξε να υλοποιήσει το σχεδιασμό που είχε καταστρωθεί από τον ίδιο, αλλά και από άλλα ηγετικά στελέχη του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΣΥΡΙΖΑ), τα στοιχεία των οποίων δεν έχουν εξακριβωθεί, με σκοπό την απόκτηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία να τελούν υπό τον έλεγχο τους και να προωθούν τις πολιτικές θέσεις και ενέργειες της τότε κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του κατηγορούμενου».
Κατά το δικαστικό σκεπτικό, ο Νίκος Παππάς ήταν αυτός που ανέλαβε να υλοποιήσει το σχεδιασμό για την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού και εφημερίδας, παραβιάζοντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του για τήρηση του Συντάγματος και του νόμου, πείθοντας τον Χρήστο Καλογρίτσα να υπακούσει στις εντολές τους ώστε να εξασφαλιστεί «νομιμοφάνεια στις παράνομες και εξωθεσμικές ενέργειές του, ενώ ο ίδιος θα παρέμενε στο απυρόβλητο.»
Σύμφωνα με την απόφαση των δικαστών, από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο Νίκος Παππάς ήταν αυτός που έφερε τον Καλογρίτσα σε επαφή με τους Λιβανέζους του κατασκευαστικού ομίλου της CCC για να του δώσουν τα χρήματα, αλλά και με τους άλλους επιχειρηματίες στην συνέχεια (όπως κατέθεσαν και οι ίδιοι χωρίς να διαψευστούν από την υπεράσπισή του), αυτός παρενέβη στην τράπεζα για να κατατεθεί η εγγυητική επιστολή την τελευταία στιγμή, ενώ δεν μερίμνησε για τον πραγματικό έλεγχο των οικονομικών του Καλογρίτσα, καθώς γνώριζε τα προβλήματα που υπήρχαν.
Στην κατακλείδα της δικαστικής απόφασης αναφέρεται ότι «Ως κορυφαίος υπουργός, ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον τότε πρωθυπουργό της χώρας και συνεννοείτο με την ηγεσία της κυβέρνησης, υπό το κράτος της ισχύος, της επιρροής και των διασυνδέσεων που διέθετε, ενεργώντας εξακολουθητικά με πράξεις και παραλείψεις, με πρόθεση παρέβη τα υπηρεσιακά απολύτως συνυφασμένα με την υπουργική του ιδιότητα καθήκοντα, σχεδιάζοντας και υλοποιώντας με αδιαφανείς διαδικασίες και αδιαφανές ιδιοκτησιακό καθεστώς την απόκτηση μέσω της δημοπρασίας και υπό το μανδύα της νομιμότητας την απόκτηση τηλεοπτικού σταθμού ο οποίος τυπικά μεν θα λειτουργούσε από τον συγκατηγορούμενό του Χρήστο Καλογρίτσα, στην πραγματικότητα όμως και κατ’ ουσίαν θα τελούσε υπό τις εντολές του, την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτού και του κόμματός του, με σκοπό να περιποιήσει στον ίδιο ως κυβερνητικό στέλεχος παράνομη και θίγουσα την υπηρεσιακή χρηστότητα και καθαρότητα δύναμη επιρροής στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ώστε να αποκτήσει αυτός και το κόμμα του με αυτόν τον τρόπο υπεροχή στον τομέα της επικοινωνίας και της ενημέρωσης του κοινού, βλάπτοντας τρίτους επιχειρηματίες που διεκδικούσαν άδεια για τηλεοπτικό σταθμό αλλά και το κράτος ως εγγυητή της διαφάνειας της νομιμότητας του άνωθεν των σχετικών διαδικασιών και της πολυφωνίας.»
Την απόφαση τους για την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας για την παράβαση καθήκοντος οι δικαστές την αιτιολογούν αναφέροντας ότι υπήρξε αμετανόητος αν και ήταν ο ιθύνων νους: «Ο Νίκος Παππάς όχι μόνο δεν συνειδητοποίησε την απαξία των παράνομων ενεργειών του ως υπουργού αλλά αντιθέτως, προκειμένου να αποσείσει τις σε βάρος του ποινικές ευθύνες, απέδωσε τα πάντα, σε ενέργειες και πρωτοβουλίες του συγκατηγορουμένου του Χρήστου Καλογρίτσα, στις οποίες αυτός δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη, ισχυρισμός όμως που διαψεύδεται πανηγυρικά από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού από το οποίο αναδεικνύεται ότι ο Νίκος Παππάς διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο στις πράξεις αυτές...»
Σε άλλα σημεία το σκεπτικό αναφέρει: «Ο ανωτέρω σχεδιασμός του πρώτου κατηγορουμένου (Νίκος Παππάς) που τελούσε υπό την έγκριση του κομματικού μηχανισμού απέβλεπε στην ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού πανελλήνιας εμβέλειας, μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, αλλά και πολιτικής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας, που θα ελεγχόταν από τον Νίκο Παππά και τον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ και θα προωθούσε τις πολιτικές θέσεις και δράσης του κόμματος και της τότε κυβέρνησης αλλά και του ίδιου ως υπουργού αυτής, με σκοπό την υπέρ αυτών άσκηση επιρροής στον πολιτικό προσανατολισμό της κοινής γνώμης…»
«Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2016 ο Ν.Παππάς ενεργώντας για τον εαυτό του, αλλά και για λογαριασμό της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερα στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον συγκατηγορούμενο του, συνεπικουρούμενος από ομάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχύσει της αναγκαιότητα του εγχειρήματος, έχοντας πλήρη γνώση της αφοσίωσης του Χρ.Καλογρίτσα στην Αριστερά, μετά από επανειλημμένες συζητήσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα κυρίως στα επαγγελματικά γραφεία του δεύτερου κατηγορούμενου αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αυτός συχνά επισκεπτόταν, του ζήτησε να βοηθήσει στη δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού και την έκδοση πολιτικής εφημερίδας… Μετά από επανειλημμένες συζητήσεις και συναντήσεις που έλαβαν χώρα μέχρι τις αρχές του 2016 στα γραφεία της επιχείρησης Καλογρίτσα αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, παρουσία και άλλων κομματικών στελεχών , ο Χρ.Καλογρίτσας αποδέχθηκε την πρόταση και συγκεκριμένα αποδέχθηκε να ενεργήσει ως «καθοδηγούμενος» από τον συγκατηγορούμενό του για να βοηθήσει στην υλοποίηση του συγκεκριμένου εγχειρήματος. Μάλιστα παρότι ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χρ.Καλογρίτσας) κατά τον χρόνο αυτό αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου και της οικογένειάς του, μετά από διενεργηθέντα φορολογικό έλεγχο- ο οποίος εκ των υστέρων δικαιώθηκε με δικαστικές αποφάσεις- δέχθηκε να στηρίξει την πρόταση του συγκατηγορουμένου του Νίκου Παππά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στην υπόσχεση του ότι «χρήματα υπάρχουν και θα βρεθούν».
Οι δικαστές αναφέρουν επίσης ότι «Μεθοδεύτηκε αντί του Χρήστου Καλογρίτσα να μετάσχει στην επικείμενη δημοπρασία για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά και στην έκδοση της εφημερίδας, τυπικά ο γιος του Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας για το λόγο ότι ο τελευταίος είχε μικρότερες οφειλές προς το Δημόσιο και έτσι θα ήταν εφικτό να καλυφθεί έξωθεν η υπό του νόμου προϋπόθεση της οικονομικής επάρκειας του υποψηφίου για τη χορήγηση της τηλεοπτικής αδείας… Στο πλαίσιο της υλοποίησης του εγχειρήματος εγκαταστάθηκαν στα γραφεία των επιχειρήσεων του Χρ.Καλογρίτσα δεκάδες άτομα επιλεγέντα από τον πρώτο κατηγορούμενο και συγκεκριμένα δημοσιογράφοι τεχνικοί, αλλά και δικηγόροι οι οποίοι είχαν αναλάβει κάτ’ εντολή αυτού να προετοιμάσουν τη σύσταση και λειτουργία του τηλεοπτικού σταθμού –ωσάν να ήσαν εκ των προτέρων σίγουροι ότι θα τους χορηγείτο η σχετική άδεια – καθώς και την υλοποίηση της υποβολής της σχετικής αίτησης συμμετοχής στη διαγωνιστική διαδικασία.»
Σύμφωνα με τους δικαστές, ο Νίκος Παππάς υποκαθιστώντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, είχε επωμιστεί, την υπηρεσιακή αρμοδιότητα της διαγωνιστικής διαδικασίας για την χορήγηση των τηλεοπτικών αδειών, το οποίο όφειλε να διασφαλίσει τις αρχές της νομιμότητας, της αντικειμενικότητας, της πολυφωνίας, της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού και να αποτρέψει οποιαδήποτε κυβερνητική ή κομματική επιρροή ή παρέμβαση …»
Εικονική η σύμβαση με την CCC
Στο σκεπτικό της απόφασης οι δικαστές αναφέρονται σε εικονική σύμβαση υπεργολαβίας με το λιβανέζικο όμιλο CCC, προκειμένου να υπάρξει μία νομιμοφανής λύση για να βρει ο Καλογρίτσας τα τρία εκατομμύρια που χρειαζόταν για τη συμμετοχή της εταιρείας του γιου του. «…όλα τα περιστατικά ισχύουν κατά τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία ότι εικονικά και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας».
«Ο Νίκος Παππάς εκμεταλλευόμενος την υπουργική του ιδιότητα και κατάχρηση της ισχύος που αυτή του προσέδιδε επιδόθηκε σε εργώδη προσπάθεια. Αρχικά για το σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας νομιμοφανούς λύσης σε συνεργασία με τον Σάμερ Χούρι και τα στελέχη του λιβανέζικου ομίλου, η οποία να καλύπτει τα ίχνη της πραγματικής τους συνεργασίας και μέσω αυτής να καταστεί εφικτή η χρηματοδότηση του Καλογρίτσα με το ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ».
Αργότερα, ωστόσο, η CCC υπαναχώρησε από όσα είχε συμφωνήσει με τον πρώην υπουργό και τότε «Ο Νίκος Παππάς, επιστρατεύοντας εκ νέου τις διασυνδέσεις και τις επαφές που διατηρούσε λόγω του υπουργικού του αξιώματος και την ισχύ που η θέση αυτή του προσέδιδε, ήρθε σε επαφή με επιχειρηματίες διαμηνύοντας ότι ενεργεί σύμφωνα με τη βούληση του τότε πρωθυπουργού, επιδιώκοντας τη χρηματοδότηση του συγκατηγορουμένου του για την καταβολή της πρώτης δόσης του τιμήματος. Στις ενέργειες αυτές προέβη όχι βεβαίως με σκοπό να βοηθήσει ένα φιλικό του πρόσωπο, δίκην «ρουσφετιού» , αλλά για να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την επιτυχία του δικού του εγχειρήματος δηλαδή την απόκτηση του εν λόγω τηλεοπτικού σταθμού. Διαβεβαίωνε μάλιστα τον Καλογρίτσα ότι τα χρήματα υπάρχουν και θα καταβληθούν.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του πρώτου κατηγορουμένου Νίκου Παππά μέσω των επαφών και των διασυνδέσεων του με διάφορα πρόσωπα τα οποία κατά την άποψή του είτε διέθεταν τα οικονομικά μέσα όπως οι κ.κ. Μαρινάκης και Αρτεμίου είτε μπορούσαν να ενδώσουν στις πιέσεις του λόγω της δυσχερούς κατάστασης στην οποία βρίσκονταν τη δεδομένη χρονική στιγμή όπως ο Δ. Κοντομηνάς καθώς ο τηλεοπτικός του σταθμός βρισκόταν εκτός της διαγωνιστικής διαδικασίας, ενεργώντας αθεμίτως και κατά κατάχρηση της ισχύος που διέθετε ως υπουργός, απέτυχε εν τέλει να εξεύρει χρηματοδότηση ώστε να καταβληθεί η πρώτη δόση του».
Το σκεπτικό επιβεβαιώνει και τα αποκαλυπτικά ρεπορτάζ που είχαν δημοσιευθεί τότε για τον Καλογρίτσα και την τραπεζική χρηματοδότηση που του εξασφαλίστηκε από την έκδοση εγγυητικής επιστολής: «Η εταιρεία Ιωάννης Βλαδίμηρος Καλογρίτσας, και με τη συνδρομή του πατέρα του σε εκτέλεση των εντολών του Νίκου Παππά, συστάθηκε με μετοχικό κεφάλαιο 8 εκατομμύρια ευρώ. Ωστόσο το ποσό αυτό δεν το διέθετε ούτε ο πατέρας ούτε ο γιος και αποκτήθηκε με μεθοδεύσεις στις οποίες συμμετείχε και η Τράπεζα Αττικής με δύο δανειακές συμβάσεις». Οι δικαστές αναφέρονται και στην παρέμβαση του Νίκου Παππά στην τράπεζα για να εξασφαλιστεί η εγγυητική επιστολή λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία, κάτι που όπως σημειώνουν, αποδεικνύεται από στοιχεία και τα τηλεφωνικά μηνύματα που αντάλλαξαν ο Παππάς και ο Καλογρίτσας.
«Ο Νίκος Παππάς παρενέβη στην Τράπεζα Αττικής προκειμένου όλως εσπευσμένως να ολοκληρωθεί η διεκπεραίωση των τραπεζικών διαδικασιών εντός ελάχιστων ωρών, με ταχύτητα η οποία υπερβαίνει τις δυνατότητες και του πλέον επιμελούς τραπεζικού υπαλλήλου, και να εκδοθεί η επίμαχη εγγυητική επιστολή ώστε να κατατεθεί εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Η καθοριστική παρέμβαση του Νίκου Παππά για την έγκαιρη πίστωση των χρημάτων και την ταχύτατη διεκπεραίωση των τραπεζικών διαδικασιών ώστε να καταστεί εφικτή η έκδοση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής επιβεβαιώνει τη μεσολάβηση και τον συντονιστικό ρόλο του Νίκου Παππά. …Ολα τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύουν κατά τρόπο μη επιδέχοντα οποιασδήποτε αμφιβολίας την κρίση ότι εικονικώς και μόνον καταρτίστηκε η συγκεκριμένη συμφωνία υπεργολαβίας και από το περιεχόμενο της σύμβασης μόλις δύο σελίδες το οποίο δεν συνάδει έστω και με έργο μικρής αξίας, πολλώ μάλλον όταν αφορά δήθεν εκτέλεση ηλεκτρομηχανολογικών εργασιών σε εμπορικό κέντρο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα αξίας 45 εκατομμυρίων δολαρίων.»
Με πληροφορίες από Βήμα και Καθημερινή