«Η Ελλάδα αψήφισε τις πιέσεις από την Ουάσιγκτον και μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον περασμένο μήνα και τελικά άσκησε βέτο σε απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανανεώσει τις κυρώσεις που σχετίζονται με τα πυρηνικά στη μεγαλύτερη τράπεζα του Ιράν, αναφέρουν Έλληνες και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι» γράφει σήμερα στο πρωτοσέλιδό της η ηλεκτρονική έκδοση της αμερικανικής Washington Post.
Το δημοσίευμα που επικαλείται πηγές ευρωπαίων και ελλήνων αξιωματούχων, αναφέρει πως η απόφαση για την Τράπεζα Saderat, μια εταιρεία εν μέρει κρατική που λειτουργεί το μεγαλύτερο τραπεζικό δίκτυο του Ιράν και κατηγορείται από τις ΗΠΑ για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, προήλθε από ανώτερους αξιωματούχους στην κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Σημειώνει επίσης πως η Αθήνα επιδιώκει να ξαναχτίσει στενούς οικονομικούς δεσμούς με το Ιράν μετά από τη συμφωνία της Τεχεράνης τον Ιούλιο του 2015 σχετικά με τον περιορισμό του πυρηνικού της προγράμματος. Επιπλέον αναφέρεται πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που μία κυβέρνηση προέβη σε μια τέτοια ενέργεια σχετικά με τις κυρώσεις του Ιράν
«Η κίνηση αυτή είναι δυνητικά επικίνδυνη για την Ελλάδα, η οποία θα φιλοξενήσει τον Πρόεδρο Ομπάμα αργότερα αυτό το μήνα. Ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου είχε προειδοποιήσει πέρυσι ότι κάθε επιχείρηση που συνεργάζεται με την Saderat ενδεχομένως να αποκλειστεί από το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα» αναφέρει η WSJ.
Το 2007, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στην Saderat για χρηματοδότηση τρομοκρατίας και διοχέτευση χρήματος στις οργανώσεις Χεζμπολάχ και Χαμάς και άλλες παλαιστινιακές ομάδες που η Ουάσινγκτον θεωρεί τρομοκρατικές. Η ιρανική κυβέρνηση έχει στο παρελθόν αρνηθεί οποιαδήποτε συμμετοχή της Saderat και άλλων ιδρυμάτων σε χρηματοδότηση τρομοκρατίας. Η Saderat δεν απάντησε στο αίτημα για σχολιασμό από την WSJ.
Τα Ηνωμένα Έθνη επέβαλαν κυρώσεις στην τράπεζα για τη συμμετοχή της στο πυρηνικό πρόγραμμα και πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων του Ιράν, ενώ ανάλογη κίνηση έγινε και από την Ε.Ε. το 2010.
Στο πλαίσιο της πολυεθνικής πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν του Ιουλίου του 2015, η οποία οδήγησε σε άρση των περισσότερων χρηματοοικονομικών κυρώσεων κατά της Τεχεράνης, η Saderat ήταν μία από τις τρεις τράπεζες που παρέμειναν στον κατάλογο των κυρώσεων της Ε.Ε. για περίοδο οκτώ ετών. Η Ουάσινγκτον διατηρεί την τράπεζα σε καθεστώς κυρώσεων για απεριόριστη χρονική διάρκεια σχετικά με χρηματοδότηση τρομοκρατίας.
Όμως τον περασμένο Απρίλιο, το κορυφαίο δικαστήριο της Ε.Ε. δέχτηκε την ένσταση της τράπεζας κατά των κυρώσεων της Ε.Ε. στην οποία υποστηρίζονταν ότι η Ένωση των 28 είχε παρουσιάσει ανεπαρκή στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι η Saderat διενεργούσε παράνομες δραστηριότητες. Το δικαστήριο επέτρεψε στην Ε.Ε. να διατηρήσει το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων για έξι μήνες με βάση μια τροποποιημένη κατηγορία, μια χρονική περίοδος που έληξε στις 22 Οκτωβρίου.
«Κατά την περίοδο αυτή, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο εργάστηκαν ώστε να διασφαλίσουν ότι οι κυρώσεις θα επεκταθούν και μετά τον Οκτώβριο, αναζητώντας νέες αποδείξεις που θα εμπλέκουν την Saderat σε παράνομες δραστηριότητες. Ενώ υπήρχαν αμφιβολίες για τη δυνατότητα της Ε.Ε. να δημιουργήσει μια νέα νομική πρόκληση, οι 27 από τις 28 κυβερνήσεις της Ε.Ε. ήταν έτοιμες να επεκτείνουν τις κυρώσεις, σύμφωνα με ανώτατους Ευρωπαίους και Έλληνες αξιωματούχους. Όμως Ελλάδα ήταν η μόνη που εναντιώθηκε στην κίνηση» αναφέρει το δημοσίευμα.
«Υπάρχει η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ και πρέπει να γίνει σεβαστή», δήλωσε ανώτερος Έλληνας αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών ενώ ένας άλλος αξιωματούχος από την Ελλάδα φέρεται να δηλώνει πως υπήρχαν σαφείς οδηγίες από την Αθήνα να τεθεί βέτο.
Η απόφαση της Ελλάδας ήρθε παρά την παράκληση των ΗΠΑ για διατήρηση των κυρώσεων. Ενώ η κυβέρνηση Ομπάμα συνεργαζόταν με τις κυβερνήσεις της ΕΕ ώστε να ενθαρρύνουν τις ευρωπαϊκές τράπεζες να αρχίσουν να εργάζονται και πάλι με τις ιρανικές επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται πλέον σε κυρώσεις, αυτό δεν ίσχυε και για την Saderat.
Μέλη του Κογκρέσου που διατηρούν στενούς δεσμούς με την ελληνική κυβέρνηση παρενέβησαν με τη σειρά τους καθώς υπήρξε προειδοποίηση προς την Ελλάδα πως θα μπορούσε να πληρώσει το τίμημα, εάν επέτρεπε στην Saderat, τα γραφεία της οποίας στην Αθήνα έκλεισαν μετά την επιβολή των κυρώσεων στο Ιράν, να αρχίσει και πάλι τη δραστηριότητά της.
Ωστόσο, υπήρξαν και πιέσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, σημειώνουν Ευρωπαίοι και Έλληνες αξιωματούχοι. Η Ελλάδα, που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς πελάτες του Ιράν πριν την επιβολή κυρώσεων για τα πυρηνικά, έδειξε προθυμία να οικοδομήσει πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς με την Τεχεράνη στον απόηχο της συμφωνίας για τα πυρηνικά, υπό την αριστερή κυβέρνηση Τσίπρα.
Ο Τσίπρας ήταν από τους πρώτους ηγέτες της Δύσης που ηγήθηκε μιας μεγάλης αντιπροσωπείας επιχειρήσεων στην Τεχεράνη μετά την άρση των οικονομικών κυρώσεων στα μέσα του Ιανουαρίου 2016. Ακόμη και πριν από αυτό, η Ελλάδα και το Ιράν είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για την ανανέωση των παραδόσεων ιρανικού πετρελαίου ενώ παράλληλα ξεκίνησε η διαπραγμάτευση ενός διακανονισμού που δίνει στα ΕΛΠΕ χρόνο να αποπληρώσουν τουλάχιστον μισό δισ. ευρώ (548 εκατ. $) χρέους που όφειλαν προς ιρανικές επιχειρήσεις πριν την επιβολή των κυρώσεων της ΕΕ.
Πριν από ένα μήνα, ο διοικητής της ιρανικής κεντρικής τράπεζας πραγματοποίησε συναντήσεις στην Αθήνα με ανώτερους τραπεζίτες αλλά και με τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη, ο οποίος επιβλέπει την «ανακατασκευή» του εύθραυστου τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας. Η εφημερίδα καταλήγει γράφοντας πως «αξιωματούχοι αναφέρουν ότι συζητήθηκε η υπόθεση της Saderat».
σχόλια