Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε σήμερα νέο πόρισμα για το εμβόλιο της AstraZeneca κατά του κορωνοϊού, σε συνάρτηση με τα περιστατικά θρομβώσεων που έχουν αναφερθεί.
Η Επιτροπή Φαρμακοεπαγρύπνησης Αξιολόγησης Κινδύνου (PRAC) του EMA αναγνώρισε ότι «ασυνήθιστα περιστατικά θρομβώσεων με χαμηλά αιμοπετάλια πρέπει να καταχωρηθούν ως πολύ σπάνιες παρενέργειες» του εμβολίου, αναλύοντας τα «ανησυχητικά συμπτώματα».
Όσοι έχουν κάνει το εμβόλιο θα πρέπει να ζητήσουν αμέσως ιατρική βοήθεια αν εμφανίσουν συμπτώματα συνδυασμού θρομβώσεων και χαμηλών αιμοπεταλίων, τονίζει ο ΕΜΑ.
Τα συμπτώματα αυτά είναι:
- λαχάνιασμα
- πόνος στο στήθος
- πρήξιμο στα πόδια
- επίμονος πόνος στην κοιλιά
- νευρολογικά συμπτώματα, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών και επίμονων πονοκεφάλων ή θολή όραση
- μικρές κηλίδες αίματος κάτω από το δέρμα, πέρα από το σημείο της ένεσης
Στις οδηγίες προς τους πολίτες, ο ΕΜΑ αναφέρει ότι έχουν εμφανιστεί «περιστατικά ασυνήθιστων θρομβώσεων με χαμηλά αιμοπετάλια» σε ανθρώπους που έχουν κάνει το εμβόλιο της AstraZeneca. «Η πιθανότητα να συμβεί αυτό είναι πολύ μικρή, αλλά πρέπει να γνωρίζετε τα συμπτώματα, ώστε να μπορείτε να λάβετε έγκαιρα θεραπεία που θα βοηθήσει στην ανάρρωση και την αποφυγή επιπλοκών», επισημαίνει ο ΕΜΑ.
Έως και δύο εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό
Μέχρι στιγμής, οι περισσότερες περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί αφορούν γυναίκες κάτω των 60 ετών, σε διάστημα δύο εβδομάδων από τον εμβολιασμό, ανέφερε ο Οργανισμός. «Με βάση τις διαθέσιμες αποδείξεις, δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου».
Στις οδηγίες του προς τους επαγγελματίες υγείας μεταξύ άλλων ο Οργανισμός τονίζει ότι πρέπει να είναι σε επιφυλακή για σημάδια και συμπτώματα θρομβοεμβολισμού και θρομβοκυτοπενίας.
Η αρμόδια επιτροπή αξιολόγησε συνολικά 62 περιπτώσεις εγκεφαλικών φλεβικών θρομβώσεων και 24 περιστατικά σπλαχνινών φλεβικών θρομβώσεων που αναφέρθηκαν έως τις 22 Μαρτίου. Στις 18 από αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς κατέληξαν.
Μια πιθανή εξήγηση για τον συνδυασμό των θρομβώσεων και των χαμηλών αιμοπεταλίων είναι η «ανοσολογική αντίδραση που οδηγεί σε μια πάθηση παρόμοια με εκείνη που εμφανίζεται μερικές φορές σε ασθενείς στους οποίους γίνεται θεραπεία με ηπαρίνη».
Η Επιτροπή ζήτησε τη διενέργεια νέων μελετών και τροποποιήσεων σε αυτές που ήδη διενεργούνται, για να συγκεντρωθούν περισσότερες πληροφορίες και να γίνουν περαιτέρω ενέργειες αν χρειάζεται.