Οι γυναίκες που υποφέρουν από σοβαρές επιπλοκές κατά την πρώτη τους εγκυμοσύνη ή τον τοκετό, είναι λιγότερο διατεθειμένες να κάνουν περισσότερα παιδιά, όπως αναφέρει μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο JAMA από ερευνητές στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα.
Και δεδομένης της πρόσφατα σταθερής μείωσης του ποσοστού γεννήσεων στη Σουηδία, οι ερευνητές προτείνουν παρακολούθηση στην προγεννητική φροντίδα για την αντιμετώπιση του προβλήματος. «Η κλινική παρακολούθηση αυτών των γυναικών είναι απαραίτητη και χρειάζονται εξατομικευμένες συμβουλές για πιθανές μελλοντικές εγκυμοσύνες», λέει η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Ελένη Τσαμαντιώτη, διδακτορική φοιτήτρια στο Τμήμα Ιατρικής στη Σόλνα, στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα.
Σε αυτή τη νέα πληθυσμιακή μελέτη με τίτλο «Association of Severe Maternal Morbidity With Subsequent Birth» (Συσχέτιση της σοβαρής μητρικής νοσηρότητας με τον επόμενο τοκετό), οι ερευνητές μελέτησαν τη σχέση μεταξύ της σοβαρής μητρικής νοσηρότητας σε μητέρες που γέννησαν για πρώτη φορά και της πιθανότητας να αποκτήσουν δεύτερο παιδί. Η μελέτη περιελάμβανε πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες στη Σουηδία που απέκτησαν το πρώτο τους μωρό μεταξύ 1999 και 2021.
Συνολικά, το 3,5% των μητέρων της μελέτης, υπέστησαν σοβαρές επιπλοκές και είχαν 12% λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν δεύτερο παιδί. Τις μεγαλύτερες επιπτώσεις είχαν οι γυναίκες που αντιμετώπισαν καρδιακές επιπλοκές, ρήξη μήτρας ή σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, οι οποίες είχαν 50% λιγότερες πιθανότητες να γεννήσουν ξανά σε σχέση με τις γυναίκες που δεν αντιμετώπισαν τέτοιες επιπλοκές. Οι γυναίκες που χρειάστηκαν αναπνευστική φροντίδα ή που υπέστησαν εγκεφαλικό επεισόδιο, είχαν 40% λιγότερες πιθανότητες να αποκτήσουν δεύτερο μωρό. Η οξεία νεφρική ανεπάρκεια, η σοβαρή προεκλαμψία και η θρόμβωση, σχετίζονταν επίσης με χαμηλότερη πιθανότητα δεύτερης εγκυμοσύνης.
«Βρήκαμε ότι η πιθανότητα απόκτησης περισσότερων παιδιών ήταν πολύ μικρότερη στις γυναίκες που είχαν βιώσει σοβαρές επιπλοκές κατά την πρώτη τους εγκυμοσύνη, τον τοκετό ή τη μεταγεννητική περίοδο. Τέτοια γεγονότα μπορεί συχνά να έχουν σωματικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στις γυναίκες για μεγάλο χρονικό διάστημα», αναφέρει η συν-συγγραφέας της μελέτης Neda Razaz, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο ίδιο τμήμα. «Η σωστή υποστήριξη και παρακολούθηση από το προσωπικό της προγεννητικής φροντίδας, είναι απαραίτητη για τις γυναίκες που έχουν υποστεί σοβαρά προβλήματα υγείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού», καταλήγουν οι ερευνητές.
Με πληροφορίες από Ινστιτούτο Καρολίνσκα