Επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι έγινε επιτυχής θεραπεία σε γυναίκα με βαριά κατάθλιψη, με πειραματικό εμφύτευμα στον εγκέφαλο, μία εξέλιξη που θεωρείται εντυπωσιακό βήμα για την αντιμετώπιση της ψυχικής νόσου.
Η συσκευή λειτουργεί ανιχνεύοντας μοτίβα της εγκεφαλικής λειτουργίας που συνδέονται με την κατάθλιψη και τα οποία διακόπτει αυτόματα, με μικροσκοπικούς παλμούς ηλεκτρικής διέγερσης στον εγκέφαλο.
Η 36χρονη ασθενής, η Σάρα, δήλωσε ότι με τη θεραπεία επέστρεψε σε «μία ζωή που αξίζει να ζεις», καθώς της επέτρεψε να γελά αυθόρμητα για πρώτη φορά έπειτα από πέντε χρόνια.
Αν και η θεραπεία έχει δοκιμαστεί μόνο σε μία ασθενή- και θα μπορούσε να είναι κατάλληλη μόνο για εκείνους με βαριά νόσο- η επιτυχία θεωρείται πάρα πολύ σημαντική, σημειώνει ο Guardian. Είναι η πρώτη απόδειξη ότι μπορεί να ανιχνευθεί με αξιοπιστία η εγκεφαλική λειτουργία πίσω από τα συμπτώματα ψυχικής ασθένειας και αποκαλύπτει ότι αυτά τα εγκεφαλικά κυκλώματα μπορούν να πλησιάσουν ξανά την υγιή κατάσταση, ακόμη και σε ασθενή που νοσεί για χρόνια.
«Δεν είχαμε καταφέρει να κάνουμε αυτού του είδους την προσωποποιημένη θεραπεία στο παρελθόν στην ψυχιατρική», δήλωσε η Κάθριν Σκάνγκος, επίκουρη καθηγήτρια κλινικής ψυχιατρικής στο UCSF, που ήταν επικεφαλής της έρευνας. «Αυτή η επιτυχία από μόνη της είναι μια απίστευτη πρόοδος στην γνώση μας για τη λειτουργία του εγκεφάλου που αποτελεί τη βάση της ψυχικής ασθένειας», συμπλήρωσε.
Το 10-30% των ανθρώπων με κατάθλιψη δεν ανταποκρίνονται σε τουλάχιστον δύο θεραπείες με φάρμακα, σημειώνει ο Guardian. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η εν των βάθει εγκεφαλική διέγερση (DBS) έχει χρησιμοποιηθεί ως θεραπεία για δεκάδες χιλιάδες ασθενείς με Πάρκινσον και επιληψία.
Όμως, αρκετές δοκιμές για την κατάθλιψη είχαν απογοητευτικό αποτέλεσμα. Η μεγάλη πρόκληση είναι πως ο εγκέφαλος δεν φαίνεται να έχει μία μόνο «περιοχή κατάθλιψης», αλλά μπορεί να είναι αρκετές διασυνδεδεμένες που ενδέχεται να διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
«Αρχίζουμε να αναγνωρίζουμε κάποια από την πολυπλοκότητα που εμπλέκεται στο πώς ρυθμίζεται η διάθεση στον εγκέφαλο, ως δίκτυο», σημείωσε ο καθηγητής Έντουαρντ Τσανγκ του UCSF, ο νευροχειρούργος που είχε αναλάβει τη Σάρα.
Μία λεπτομερής, προσωποποιημένη προσέγγιση άνοιξε τον δρόμο για αυτή την τελευταία εξέλιξη. Στην αρχική φάση, που διήρκεσε μία εβδομάδα, ένα προσωρινό εμφύτευμα εγκεφάλου κατέγραφε την ευρύτερη δραστηριότητα ενώ η Σάρα καταχωρούσε σε τάμπλετ τη διάθεσή της. Ένας αλγόριθμος μηχανικής μάθησης χρησιμοποιήθηκε για να ταυτοποιηθεί ένα μοτίβο δραστηριότητας στην αμυγδαλή, που συνόδευε τις «πτώσεις» της Σάρα.
Μέσα από δοκιμές, οι επιστήμονες εντόπισαν μια περιοχή του εγκεφάλου, όπου μία μικρή δόση ηλεκτρικής διέγερσης φάνηκε να έχει άμεσο και ουσιαστικό αντίκτυπο. «Την πρώτη φορά που δέχθηκα τη διέγερση, ένιωσα την πιο έντονη αίσθηση χαράς και η κατάθλιψή μου ήταν ένας μακρινός εφιάλτης για μία στιγμή», περιέγραψε η Σάρα. «Απλά γέλασα δυνατά. Ήταν η πρώτη φορά που γέλασα ή χαμογέλασα αυθόρμητα… εδώ και πέντε χρόνια», συμπλήρωσε.
Ακολούθησε χειρουργική επέμβαση ελάχιστης παρέμβασης με την οποία τοποθετήθηκε μία μόνιμη συσκευή στον εγκέφαλό της, για να ανιχνεύει τη δραστηριότητα που αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» της κατάθλιψης στην αμυγδαλή και αυτόματα να πυροδοτεί μια διέγερση. Αυτό συμβαίνει περίπου 300 φορές την ημέρα. Ο ηλεκτρικός παλμός δεν συνοδεύεται από κάποια αίσθηση, ανέφερε η Σάρα, πέρα από ένα ήπιο αίσθημα εγρήγορσης και θετικότητας.
«Η ιδέα ότι μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα συμπτώματα στη στιγμή, την ώρα που προκύπτουν, είναι ένας νέος τρόπος αντιμετώπισης των πιο δύσκολο να θεραπευτούν περιπτώσεων κατάθλιψης», ανέφερε η Σκάγκος.
Περιγράφοντας τη ζωή της πριν από τη θεραπεία, η Σάρα ανέφερε ότι μετά βίας μετακινούνταν, δεν είχε πλέον γνώμη και «παρατηρούσε μόνο ό,τι ήταν άσχημο στον κόσμο». Έπειτα από πέντε χρόνια, δεν είχε άλλες επιλογές θεραπείας. Το αποτέλεσμα του εμφυτεύματος της επιβεβαίωσε ότι η κατάθλιψη είχε τις ρίζες της στη βιολογία του εγκεφάλου και ότι είναι μία διαταραχή που μπορεί να θεραπευθεί.
Η συσκευή κοστίζει περίπου 35.000 δολάρια και είναι μια προσαρμοσμένη εκδοχή μίας που συνήθως χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της επιληψίας, που ονομάζεται NeuroPace RNS System. Η ομάδα του UCSF έχει ήδη «στρατολογήσει» δύο νέους ασθενείς και ελπίζει να ακολουθήσουν άλλοι εννέα, προκειμένου να αξιολογήσει αν η τεχνική μπορεί να έχει ευρύτερη εφαρμογή.