Βρετανοί ερευνητές ανέπτυξαν ένα βιοδιασπώμενο τζελ για την αποκατάσταση των βλαβών που προκαλούνται από μία καρδιακή προσβολή με ειδικούς να κάνουν λόγο για μια σημαντική ανακάλυψη που θα μπορούσε να βελτιώσει την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως που επιβιώνουν από ένα καρδιακό επεισόδιο.
Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνονται κάθε χρόνο περισσότερες από 100.000 εισαγωγές σε νοσοκομεία λόγω καρδιακών προσβολών - μία κάθε πέντε λεπτά. Οι ιατρικές εξελίξεις βοηθούν ώστε να επιβιώνουν περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ, όμως η καρδιά έχει πολύ περιορισμένη ικανότητα αναγέννησης, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιζώντες κινδυνεύουν από καρδιακή ανεπάρκεια και άλλα προβλήματα υγείας.
Τώρα, μετά από χρόνια προσπαθειών και αναζήτησης λύσεων που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την καρδιά να επιδιορθωθεί μόνη της, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ δημιούργησαν ένα τζελ που μπορεί να διοχετευθεί με ένεση σε μια παλλόμενη καρδιά - βοηθώντας τα κύτταρά της να αναπτύξουν νέο ιστό.
Μέχρι τώρα, όταν κύτταρα εγχύονταν στην καρδιά για να μειωθεί ο κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας, μόνο το 1% παρέμενε στη θέση του και επιβίωνε. Όμως το τζελ μπορεί να τα κρατήσει στη θέση τους.
«Αν και είναι ακόμη νωρίς, οι δυνατότητες που έχει αυτή η νέα τεχνολογία να βοηθήσει στην αποκατάσταση των καρδιών που καταρρέουν μετά από καρδιακή προσβολή είναι τεράστιες», δήλωσε η Katharine King, επικεφαλής της έρευνας που υποστηρίζεται από το Βρετανικό Ίδρυμα Καρδιάς (BHF). "Είμαστε βέβαιοι ότι αυτό το τζελ θα αποτελέσει μια αποτελεσματική επιλογή για μελλοντικές κυτταρικές θεραπείες που θα βοηθούν μια κατεστραμμένη καρδιά να αναγεννηθεί.
Για να αποδείξουν ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, οι ερευνητές έδειξαν ότι το τζελ μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη φυσιολογικού καρδιακού μυϊκού ιστού. Όταν πρόσθεσαν στο τζελ ανθρώπινα κύτταρα που είχαν «επαναπρογραμματιστεί» ώστε να γίνουν καρδιακά μυϊκά κύτταρα, αναπτύχθηκαν σε ένα δισκίο για τρεις εβδομάδες και άρχισαν να χτυπούν αυθόρμητα, όπως μεταδίδει ο βρετανικός Guardian.
Υπέρηχοι της καρδιάς και ηλεκτροκαρδιογραφήματα (που μετρούν την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς) σε ποντίκια, επιβεβαίωσαν την ασφάλεια του τζελ. Για να κατανοήσουν βαθύτερα τον μηχανισμό, οι ερευνητές θα δοκιμάσουν το τζελ αφού τα ποντίκια υποστούν καρδιακή προσβολή για να δείξουν ότι αναπτύσσεται νέος μυϊκός ιστός.
Η μελέτη παρουσιάζεται στο συνέδριο της Βρετανικής Καρδιαγγειακής Εταιρείας στο Μάντσεστερ.
Ο καθηγητής James Leiper, αναπληρωτής ιατρικός διευθυντής στο BHF, δήλωσε: «Έχουμε προχωρήσει τόσο πολύ στην ικανότητά μας να αντιμετωπίζουμε τα καρδιακά επεισόδια και σήμερα περισσότεροι άνθρωποι από ποτέ επιβιώνουν. Ωστόσο, αυτό σημαίνει επίσης ότι περισσότεροι άνθρωποι επιβιώνουν με κατεστραμμένη καρδιά και κινδυνεύουν να αναπτύξουν καρδιακή ανεπάρκεια.»
«Αυτή η νέα ενέσιμη τεχνολογία αξιοποιεί τις φυσικές ιδιότητες των πεπτιδίων για να λύσει ένα από τα προβλήματα που εμπόδιζαν αυτό το είδος θεραπείας για χρόνια. Εάν τα οφέλη επαληθευτούν σε περαιτέρω έρευνα και στη συνέχεια σε ασθενείς, αυτά τα τζελ θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό συστατικό μελλοντικών θεραπειών για την αποκατάσταση των βλαβών που προκαλούνται από καρδιακές προσβολές.»
Ξεχωριστή έρευνα που παρουσιάστηκε στο ίδιο συνέδριο διαπίστωσε ότι η παχυσαρκία μπορεί να οδηγήσει την καρδιά σε ανεπάρκεια και να αποδυναμώσει τη δομή της.
Η μεγαλύτερη μελέτη του είδους της σε 490.000 άτομα διαπίστωσε ότι όσοι είχαν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και μεγαλύτερη αναλογία μέσης προς γοφούς, διέτρεχαν περίπου 30% αυξημένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. Ο κίνδυνος αυτός εμφανίστηκε ανεξάρτητα από άλλους κινδύνους για καρδιακή ανεπάρκεια, όπως είναι ο διαβήτης, η υψηλή αρτηριακή πίεση και η υψηλή χοληστερόλη.
Η Δρ Zahra Raisi-Estabragh, από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, η οποία επέβλεπε την όλη μελέτη, δήλωσε: «Γνωρίζουμε ήδη ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών και κυκλοφορικών παθήσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακή ανεπάρκεια. Αλλά τώρα αποκαλύψαμε ότι η ίδια η παχυσαρκία θα μπορούσε να είναι ένας παράγοντας που οδηγεί στην έναρξη της καρδιακής ανεπάρκειας».
Πηγή: Guardian