Το να μιλά κανείς μία ξένη γλώσσα -είτε είναι η δεύτερη γλώσσα που έμαθε στο σχολείο, ισπανικά, για παράδειγμα, είτε η γλώσσα καταγωγής ενός συγγενούς- αλλάζει τη δομή του εγκεφάλου του. Απλώς σκεφτείτε μία εταιρεία με πολύγλωσσους εγκεφάλους και αυτομάτως έχετε μπροστά σας μία δεξαμενή αληθινά πρωτότυπης σκέψης. Είναι ήδη γνωστό ότι οι εταιρείες που βασίζονται σε πολυ-πολιτισμικό εργατικό δυναμικό εμφανίζουν ποικιλομορφία στις ιδέες, γεγονός που τις καθιστά ανταγωνιστικές και ότι αυτού του είδους η πολυ-πολιτισμική συνείδηση είναι τεράστιο προσόν τόσο στις επιχειρήσεις, όσο και στην ίδια τη ζωή, πέρα από το ότι είναι κάτι που πηγαίνει πολύ μακρύτερα από την επαγγελματική κουλτούρα και τα οικονομικά οφέλη μιας επιχείρησης.
Ωστόσο, σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα του "Economist", τα 2/3 των διευθυνόντων συμβούλων από 572 πολυεθνικές εταιρείες υποστηρίζουν ότι ακριβώς η πολυ-πολιτισμική φύση των ομάδων τους είναι αυτή που αυξάνει τα επίπεδα καινοτομίας των επιχειρήσεων τους. Εδώ προκύπτει ότι οι ίδιες οι διαφορετικές γλώσσες που ομιλούνται μέσα σε μία ομάδα είναι το σημαντικό προσόν, πέρα από το όφελος της πολυ-πολιτισμικότητας. Σύμφωνα με τη θεωρία του γλωσσολογικού ντετερμινισμού, η δομή της γλώσσας που μιλάμε επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο.
Όσοι μιλούν ξένες γλώσσες διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης, ευφυΐας και λεκτικών ικανοτήτων εν γένει, κάτι που θεωρείται και αποτέλεσμα των αλλαγών που προκαλεί στα δίκτυα του εγκεφάλου, η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας.
Αυτό, δυνητικά, θα δήλωνε ότι άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες σκέφτονται, συμπεριφέρονται και επικοινωνούν με διαφορετικό τρόπο. (Για παράδειγμα, σύμφωνα με την υπόθεση των Sapir-Whorf περί γλωσσικής σχετικότητας, επί του πρακτέου πια, μπορούμε να επικαλεστούμε την πρόσφατη ταινία "Arrival", που ερευνά το πώς η γλώσσα ενός εξωγήινου είδους μετάλλαξε την αντίληψη για τον χρόνο και για ολόκληρο το σύμπαν). Υπό αυτή την έννοια, όσοι μιλούν πολλές διαφορετικές γλώσσες δοκιμάζουν κάθε φορά την εμπειρία διαφορετικών νοητικών μοντέλων και διαφορετικών σημασιολογικών συσχετισμών.
Έρευνες που έγινε σε πολύγλωσσες ομάδες εργασίας σε επιχειρήσεις αποκαλύπτουν ότι τα πολύγλωσσα γκρουπ έχουν την τάση να βρίσκουν καινοτόμες λύσεις σε πρακτικά προβλήματα, και αυτό, ακριβώς επειδή χρησιμοποιούν μια σειρά από στρατηγικές επικοινωνίας με ευέλικτους και δυναμικούς τρόπους. Όταν άνθρωποι που μιλούν διαφορετικές γλώσσες εργάζονται μαζί ναι μεν χρησιμοποιούν μία κοινή γλώσσα για να επικοινωνήσουν και να συνεννοηθούν, ωστόσο επεξεργάζονται υποσυνείδητα σενάρια και αντλούν ιδέες από τη μητρική τους γλώσσα, που μοιάζει να "δουλεύει" παρασκηνιακά.
Για παράδειγμα, στο μυαλό ενός Γερμανού, η αγγλική λέξη "put" (βάζω) προξενεί διαφορετικές εικόνες: η γερμανική λέξη "legen" σημαίνει τοποθετώ κάτι οριζόντια, η λέξη "setzen" κάνω κάτι να κάτσει και η λέξη "stellen" κάνω κάτι να σταθεί. Κάθε μία από αυτές τις μεταφράσεις δίνει σε κάποιον που μιλά γερμανικά πρόσβαση σε νέους τρόπους και προκειμένου να προσεγγίσει πρακτικά προβλήματα. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το να χρησιμοποιούνται πολλές γλώσσες μεταξύ ατόμων που συνεργάζονται μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες λύσεις για ακόμη πιο περίπλοκα ζητήματα.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, μέσα στο μυαλό των πολύγλωσσων; Βάσει πρόσφατων μελετών η δομική ευελιξία που παρουσιάζει ο εγκέφαλος ενός δίγλωσσου ατόμου είναι τελείως διαφορετική από εκείνη κάποιου που μιλά μόνο τη μητρική του γλώσσα ή μία γλώσσα γενικώς. Για την ακρίβεια, στον εγκέφαλο των δίγλωσσων εμφανίζεται μεγαλύτερη κινητικότητα στην περιοχή Μπροκά -την περιοχή του εγκεφάλου που σχετιζεται με την ομιλία. Ακόμη πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι ο αριστερός κατώτατος βρεγματικός φλοιός του εγκεφάλου -η περιοχή που σχετίζεται με την παραγωγή της ομιλίας, την διαμόρφωση σεναρίων και της αφηρημένης σκέψης- εμφανίζει πυκνότερη δομή στους δίγλωσσους, τη στιγμή που οι ίδιοι διαθέτουν συγκριτικά περισσότερη φαιά ουσία απ' όσους μιλούν μόνο μία γλώσσα...
Είναι επίσης γνωστό ότι οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν ορθολογικές αποφάσεις, όταν σκέφτονται σε μία ξένη γλώσσα και όχι στη μητρική τους. Βάσει μελέτης που έγινε στις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα, αποδείχθηκε ότι η χρήση μιας δεύτερης γλώσσας εξαλείφει την τάση λήψης αποφάσεων υψηλών ρίσκων και προωθεί τη λήψη αποφάσεων που θα επιφέρουν το μέγιστο δυνατό όφελος. Κατά τους ειδικούς αυτό συμβαίνει γιατί κάποιος που μιλά μια επιπλέον γλώσσα διαθέτει μεγαλύτερη γνωστική, συναισθηματική επάρκεια και αντίληψη.
Κατά τον ίδιο τρόπο, εμφανίζονται ισχυρές ενδείξεις, βάσει των οποίων όσοι μιλούν ξένες γλώσσες διαθέτουν υψηλότερο επίπεδο συγκέντρωσης, ευφυΐας και λεκτικών ικανοτήτων εν γένει, κάτι που θεωρείται και αποτέλεσμα των αλλαγών που προκαλεί στα δίκτυα του εγκεφάλου, η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας. Εδώ η επεξεργασία πληροφοριών γίνεται αντιληπτή από τον εγκέφαλο με τον τρόπο που γίνονται αντιληπτά τα παιχνίδια, τα τεστ, τα οπτικά κουίζ. Η εκμάθηση γλωσσών πρακτικά τονώνει και αλλάζει τη δομή του εγκεφάλου, με τον ίδιο τρόπο που η γυμναστική χτίζει το σώμα. Αυτό ίσως να εξηγεί γιατί οι πολύγλωσσοι ή οι πολλές διαφορετικές ομιλούμενες γλώσσες σε μία ομάδα εργασίας μπορούν να προσφέρουν πολλές διαφορετικές λύσεις σ' ένα πρόβλημα.
Τα ευρήματα αυτά εξηγούν και γιατί οι δίγλωσσοι είναι περιουσιακό στοιχείο μιας επιχείρησης και όχι απλώς μερικοί ακόμη άξιοι εργαζόμενοι. Η αναλυτική τους σκέψη, η δυνατή μνήμη και η επιδεξιότητα τους στον χειρισμό πολλών διαφορετικών καταστάσεων τους καθιστά αναντικατάστατους για την απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης.
Με στοιχεία από το Qz.com
σχόλια