Όσο ζούσε ήταν ἡ προσωποποίηση του... «loser». Μεγαλωμένος σαν ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, χωρίς παρέες, και παθιασμένος με τα γράμματα από μικρός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στην Αθήνα σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για το νησί του, τη Σκιάθο. Στον αιώνα που μεσολάβησε όμως από τον θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε και μυθοποιήθηκε όσο ελάχιστοι ομότεχνοί του. Γιατί;
Στοιχεία ταυτότητας
Γιος παπά, γεννημένος πριν το 1851, στη Σκιάθο, φοίτησε με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών προβλημάτων, σε γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και στο Βαρβάκειο, και μολονότι γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, για τους ίδιους λόγους, δεν το τελείωσε. Στο μεταξύ είχε μαθητεύσει για λίγο και στα σκληρά αγιορείτικα ήθη, αλλά παρ' όλο που γοητεύτηκε από τον μοναχισμό, διάλεξε να ζήσει ως αναχωρητής μέσα στο πλήθος της πρωτεύουσας.
Μορφώθηκε μόνος του, παρακολουθώντας επιλεκτικά διαλέξεις στη Φιλοσοφική, όπως μόνος του έμαθε αγγλικά και γαλλικά για να διαβάζει στο πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της εποχής του και όχι μόνο. Αρχικά βιοποριζόταν κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές, κι από το 1879 συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά ως συγγραφέας και μεταφραστής. Οι τσέπες του ήταν τρύπιες: με το που έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Καχριμάνη, στου Ψυρρή, πλήρωνε το νοίκι για το δωμάτιό του, έστελνε λεφτά στην οικογένειά του, μοίραζε στους φτωχούς, δεν κρατούσε τίποτε για τον εαυτό του.
Μέγας πότης, μανιώδης καπνιστής και πάντα εργένης, «θ᾿ αφήσει στην ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά ως συγγραφέας, επειδή είχε χάσει πολλά σαν άνθρωπος», σημειώνει στο «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» ο Κωστής Παπαγιώργης (εκδ. Καστανιώτη). Στη Σκιάθο επέστρεψε οριστικά, το 1908, τρία μόλις χρόνια πριν πεθάνει από πνευμονία. Και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην» και ζήτησε να διαβάσει Σαίξπηρ από την αγγλική έκδοση που είχε πάντα στο πλάι του.
Κάθε εποχή και ο Παπαδιαμάντης της
Σε αντίθεση με το δημοσιογραφικό σινάφι, το λογοτεχνικό φάνηκε εξαρχής επιφυλακτικό απέναντί του. Μόνο οι δημοτικιστές τον είδαν με μια κάποια συμπάθεια. Ο ίδιος, πάντως, μόνο του Παλαμά και του Νιρβάνα αξιώθηκε να διαβάσει κριτική. Έπρεπε να πεθάνει για να εγκωμιαστεί. Έκτοτε, δύο ήταν τα θέματα που τέθηκαν στο μικροσκόπιο: η γλωσσική ιδιαιτερότητά του και ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε την εθνική-λαϊκή ψυχή.
Άλλοι χαρακτήρισαν την καθαρεύουσά του προβληματική (βλ. Τερζάκης), σχολαστική ή ξεπερασμένη, κι άλλοι, από τον Τ. Άγρα ως τον Ελύτη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ως μία γλώσσα που κουβαλάει πάνω της στρώσεις αιώνων, αφομοιώνοντας αρμονικά στοιχεία αρχαία, βυζαντινά, εκκλησιαστικά και νεοελληνικά. Ούτε όμως ο Νιρβάνας, ούτε ο Παλαμάς, ούτε ο Ξενόπουλος είδαν τα γραπτά του ως φωτογραφικές απεικονίσεις και μόνο της ζωής στον γενέθλιο τόπο του. Η... ρετσινιά της ηθογραφίας ήρθε αργότερα, στη δεκαετία του ᾿40. Κι ενώ σήμερα υπάρχει ομοφωνία ως προς τις ποιητικές διαστάσεις της γλώσσας του (κάτι που αναγνώρισε δημόσια και ο Σεφέρης το 1952, συγκαταλέγοντάς τον στους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές), ιδού τι έγραφε στην «Ιστορία» του ο Κ. Θ. Δημαράς: «Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή. Η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη». Μια αστοχία που μνημονεύεται ακόμη...
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, το παπαδιαμαντικό σύμπαν ταυτίστηκε θετικά με την έννοια της Ορθοδοξίας (βλ. Λορεντζάτος, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναράς), προσεγγίστηκε με εργαλεία ψυχαναλυτικής κριτικής (βλ. Γκι Σονιέ, Π. Μουλλάς), και έδωσε επιχειρήματα σε μελετητές όπως ο Λάκης Προγκίδης για να συγκρίνουν τον δημιουργό του με τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Κάθε εποχή και με τον Παπαδιαμάντη της.
Σε ξένες γλώσσες
Έργο με ξεχωριστή θέση στο σύμπαν του Παπαδιαμάντη, η «Φόνισσα» κατέχει και τη μερίδα του λέοντος στις μεταφράσεις του στο εξωτερικό. Η ιστορία της Φραγκογιαννούς που παραβαίνει το «οὐ φονεύσεις» για καλό σκοπό -πνίγει με τα χέρια της δύο νεογέννητα κοριτσάκια για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της κοινωνίας- μία ιστορία που χρεώνει το απόλυτο κακό όχι σ᾿ ένα διεστραμμένο τέρας αλλά σ᾿ έναν συνηθισμένο άνθρωπο, έχει μεταφραστεί στ' αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικὰ και τα ιταλικά, αλλά και στα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα καταλανικά, τα δανέζικα...
Πλήρης κατάλογος με τα μεταφρασμένα διηγήματά του δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη. Στο σχετικό αρχείο πάντως του ΕΚΕΒΙ, αναφέρονται 41 ξένες εκδόσεις, για το διάστημα 1968-2009. Η πιο πρόσφατη, που είναι ίσως και η σημαντικότερη, απλώνεται στον συλλογικό τόμο «The boundless garden» (εκδ. Denise Harvey), όπου συμπράττουν μεταξύ άλλων μεταφραστές όπως ο Πίτερ Μάκριτζ και ο Ντέιβιντ Κόνολι, και όπου χάρη στην κατατοπιστική εισαγωγή του ιερωμένου και διακεκριμένου πανεπιστημιακού στο Μόντρεαλ Λάμπρου Καμπερίδη, παρέχονται όλα τα απαραίτητα κλειδιά για την κατανόηση του παπαδιαμαντικού κόσμου στο αγγλοσαξονικὸ κοινό.
Η κίνηση των «Απάντων» του
Σύμφωνα με τον άνθρωπο που έγινε εκδότης μόνο και μόνο για να στεγάσει το παπαδιαμαντικό έργο, τον Δημήτρη Μαυρόπουλο του «Δόμου», «κάθε χρόνο διαθέτουμε γύρω στις 600 σειρές των «Απάντων» του, στη διόλου ευκαταφρόνητη τιμή των 200 ευρώ. Κι απ' ό,τι βλέπω, το 80% των ανθρώπων που τα αγοράζουν είναι νέοι που ουδέποτε διδάχτηκαν τη γλώσσα του στα σχολεία τους. Το ενδιαφέρον, μ' άλλα λόγια, πάει κατευθείαν στο περιεχόμενο. Δεν είναι ενθαρρυντικό;»
Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί. Όσο ζούσε όμως, δεν ευτύχησε να δει ούτε μια μικρή συλλογή διηγημάτων του τυπωμένη σε βιβλίο - ήταν όλα τους διασκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία του Γ. Δροσίνη, από τη στιγμή που άφηνε κείμενό του σε κάποιο γραφείο, «οὔτε τὸ συλλογίζουνταν πιά, οὔτε ζητοῦσε νὰ μάθει πότε θὰ δημοσιευθεῖ, οὔτε καὶ διορθώσεις ἔβλεπε ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο: τὰ χειρόγραφά του ἦταν ἔκθετα ριγμένα στὴ βρεφοδόχο τοῦ Βρεφοκομείου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλὰ κακοτυπώθηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη φορά...».
Έτσι εξηγείται και ο ισχυρισμός του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, του Χαλκιδαίου φιλολόγου που αφοσιώθηκε στη μελέτη και την ανάδειξη του παπαδιαμαντικού έργου, ότι ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια πλήρη και ακριβή έκδοση των «Απάντων» του. Η ακρίβεια και η πληρότητα, λέει, είναι αρετές που εξασφαλίζονται όταν ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει την έκδοση, ή τουλάχιστον όταν έχει διασωθεί όλο του το αρχείο. Εκείνο του Σκιαθίτη όμως, όποιο κι αν ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί.
Ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων
Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε με τα διηγήματά του προς τους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, σ᾿ αυτούς που ζουν παράμερα από τους «πολιτισμένους» ανθρώπους, συναισθανόμενος τον αγώνα τους κόντρα στην αρρώστια, το θάνατο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Βρήκε το υλικό του στις καρδιές των παιδιών, των γυναικών, των ανίσχυρων γερόντων και το ένωσε με την ομορφιά της θάλασσας και της Σκιάθου, αγκαλιάζοντας στις περιγραφές του όλες τις αμμουδιές, τα λιμανάκια, τις χαράδρες, τα υψώματα και τα «ρόδινα ακρογιάλια» του αγαπημένου του νησιού. Και μπολιάζοντας τις παιδικές του αναμνήσεις με τα θρησκευτικά του βιώματα, τα δικά του βάσανα, την ευαισθησία του και τον ποιητικό του οίστρο, κατάφερε να αναδείξει το ντόπιο ήθος σε αἰσθητικό και πνευματικό γεγονός.
Γι' αυτό και διαβάζεται -ἀπ' όσους διαβάζεται- μέχρι σήμερα. Όχι μόνο επειδή είναι σπουδαίος συγγραφέας, αλλά επειδή στο έργο του αποθησαυρίζεται «ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων», όπως το έθεσε ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος. Επειδή, με άλλα λόγια, στις σελίδες του βρίσκεται το κλειδί της εθνικής μας ιδιαιτερότητας, που ακόμα προσπαθούμε να την ορίσουμε, στριμωγμένοι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
«Με φτάνουνε εκατό δραχμές»
Το περιστατικό το αναφέρει ο Νιρβάνας, συνάδελφος του Παπαδιαμάντη στο «Άστυ» την περίοδο 1899-1902: Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα, του προσφέρθηκε μισθός 150 δραχμών. Βλέποντας όμως τον Σκιαθίτη απορροφημένο στους συλλογισμούς του, ο διευθυντής τον ρώτησε: «Μήπως είναι λίγα;» «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό», απάντησε τότε εκείνος, κι έφυγε χωρίς να προσθέσει λέξη, βιαστικός και ντροπαλός.
Ίσως αυτή η στάση ζωής του Παπαδιαμάντη, ο περιορισμός του στ' αναγκαία, να προκαλεί τη μεγαλύτερη αμηχανία σήμερα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνού», Εστία): «Πίσω από τα λιβάνια και τους ψαλμούς, και πίσω από μια γλώσσα που προϋποθέτει παιδεία και άσκηση», γράφει, «κρύβεται ὁ άνθρωπος που αρνείται να καταλάβει πού πάνε τα τέσσερα - πού πάει δηλαδή ο Συγγρός, ο δείκτης του ΧΑΑ της εποχής, το Λαύριο και ο εκσυγχρονισμός της Αττικής. Όλα αυτά, με άλλα λόγια, που είναι η πυξίδα του σημερινού αχόρταγου ανθρώπου...»