Νέα στοιχεία που ίσως ρίχνουν φως στην μακροχρόνια θεωρία για το πώς οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να χτίσουν τις τεράστιες πυραμίδες της Γκίζας χιλιάδες χρόνια πριν, έρχονται στη δημοσιότητα.
Ερευνητές, με επικεφαλής τον γεωγράφο Χαντέρ Σέισα του πανεπιστημίου της Μασσαλίας, χρησιμοποίησαν παλαιογεωλογικά στοιχεία για την αναπαράσταση της τοπογραφίας τού Νείλου, όπως ενδεχομένως ήταν πριν από 8.000 χρόνια.
Εκτιμούν πως οι δημιουργοί των πυραμίδων πιθανότατα αξιοποίησαν ένα, σήμερα σε αχρηστία, τμήμα του ποταμού για να μεταφέρουν ογκοδέστατα δομικά υλικά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας που δημοσιεύτηκε στις 24 Αυγούστου στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, καταδεικνύουν πως «το υδάτινο τοπίο της εποχής και τα υψηλότερα επίπεδα νερού στο ποτάμι πριν από περίπου 4.500 χρόνια, διευκόλυναν την ανοικοδόμηση του Συμπλέγματος Πυραμίδων της Γκίζας».
Η πυραμίδα του Χέοπα, η αρχαιότερη και μεγαλύτερη από τις τρεις πυραμίδες της Νεκρόπολης της Γκίζας, βρίσκεται σε 138 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού και κατασκευάστηκε μετά από ανάθεση του Φαραώ Χέωπα - από τον οποίο πήρε και την ονομασία της.
Αποτελούμενη από 2,3 εκατομμύρια λίθινα κομμάτια συνολικού όγκου 5,75 εκατομμυρίων τόνων (16 φορές μεγαλύτερη από το Empire State Building), είναι η μεγαλύτερη πυραμίδα της νεκρόπολης της Γκίζας που περιλαμβάνει ακόμη τις πυραμίδες του γιου και του εγγονού του Χέοπα, Χεφρήν και Μυκερίνου αντιστοίχως.
Χτισμένες στην πεδιάδα της Γκίζας, οι εξωπραγματικές αυτές δομές που περιβάλλονται από ναούς, κοιμητήρια και καταλύματα εργατών, είναι οι αρχαιότερες από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου.
Εκμεταλλεύτηκαν την ποτάμια τοπογραφία
Εδώ και δεκαετίες, επιστήμονες και Αιγυπτιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν πώς οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατάφεραν να ανοικοδομήσουν, κάτι τόσο μνημειώδες με μέσα που ακόμη και σήμερα μοιάζουν ανεπαρκή, εκτιμώντας πως με κάποιο τρόπο εκμεταλλεύτηκαν τη τοπογραφία τού Νείλου για να μεταφέρουν τόνους ασβεστόλιθου και γρανίτη.
Η εκτίμησή τους αυτή, γνωστή ως υπόθεση «ποτάμι-λιμάνι-σύμπλεγμα», εδράζεται στο σενάριο πως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι μηχανικοί δημιούργησαν ένα μικρό κανάλι απέναντι από τη θέση της πυραμίδας στο αντίστοιχο τμήμα τού Νείλου και εκβάθυναν την κοίτη του ποταμού.
Τα νερά από τις ετήσιες πλημμύρες λειτουργούσαν σαν υδραυλικό ανυψωτικό, επιτρέποντάς τους να μεταφέρουν πελώρια κομμάτια πέτρας στο αρχαίο εργοτάξιο, εξηγούν οι ερευνητές.
Ωστόσο, έως σήμερα οι επιστήμονες δεν είχαν συγκεκριμένη αντίληψη τού τότε τοπίου της περιοχής. Χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό τεχνικών για την αναπαράσταση τής πλημμυρικής πεδιάδας του Νείλου, η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε πως οι Αιγύπτιοι ειδικοί της αρχαιότητας ίσως χρησιμοποίησαν το τμήμα Χέοπα του Νείλου, ένα σημείο που πλέον είναι άνυδρο, ξηρό και σε αχρηστία, για να μεταφέρουν τα δομικά υλικά στην περιοχή που λίγο αργότερα θα γινόταν η ξακουστή νεκρόπολη της Γκίζας.
Για να καταλήξουν στο συμπέρασμα αυτό, ανέλυσαν τα στρώματα βράχων ώστε να υπολογίσουν τη στάθμη υδάτων στο σημείο χιλιάδες χρόνια πριν και εξέτασαν τους απολιθωμένους κόκκους γύρης στα αργιλώδη κοιτάσματα ώστε να αναγνωρίσουν τις πλούσιες σε χλωρίδα περιοχές - που υποδεικνύουν υψηλή στάθμη υδάτων.
Τα στοιχεία που προέκυψαν, κατέδειξαν πως η περιοχή του Χέοπα άκμασε κατά το πρώτο μισό του λεγόμενου Παλαιού Βασιλείου της Αιγύπτου, περίπου από το 2700 έως το 2200 π.Χ, όταν και πιστεύεται πως κατασκευάστηκαν οι τρεις βασικές πυραμίδες της νεκρόπολης.
Το τμήμα αυτό εξακολουθούσε να έχει υψηλή στάθμη υδάτων κατά τη βασιλεία των Φαραώ Χέοπα, Χεφρήνου και Μυκερίνου.
«Από τρίτη έως την πέμπτη δυναστεία Φαραώ, το τμήμα του Χέοπα ξεκάθαρα προσέφερε ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη του "εργοταξίου" των πυραμίδων, βοηθώντας τους οικοδόμους τους να σχεδιάζουν τη μεταφορά πέτρας και υλικών ακτοπλοϊκώς» σημειώνουν οι ερευνητές στη μελέτη.
Μέχρι την κατάκτηση της Αιγύπτου από τον Μέγα Αλέξανδρο, το 332 π.Χ, το ποτάμιο τμήμα του Χέοπα ήταν πλέον ένα μικρό, ξηρό κανάλι.
Τα ευρήματα των επιστημόνων, ωστόσο, αποκαλύπτουν πώς οι μηχανικοί της αρχαιότητας χρησιμοποίησαν τα νερά του Νείλου και τις ετήσιες πλημμύρες για να μεταφέρουν τεράστιους όγκους υλικών.
Για τον Τζόζεφ Μάνινγκ, ιστορικό της κλασσικής αρχαιότητας στο Γέιλ, η «επαναστατική» αυτή έρευνα είναι ένα δείγμα τού πώς η παλαιο-κλιματολογία «αλλάζει θεμελιωδώς την κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας».
Με πληροφορίες από CNN