Ο Alex Jensen, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικογενειακής Ζωής του Πανεπιστημίου Brigham Young, παρατήρησε ότι η 14χρονη κόρη του και ο 9χρονος γιος του άρχισαν να τσακώνονται πιο συχνά από ό,τι συνήθως.
Ένα πρωινό, κατά τη διάρκεια μιας βόλτας με την κόρη του, εκείνη στράφηκε προς τον μέρος του και εξέφρασε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά της για την εύνοια που αισθανόταν ότι έδειχναν οι γονείς της στον αδελφό της. «Είμαι τόσο εκνευρισμένη που πάντα παίρνετε το μέρος του!», λέει, πως του παραπονέθηκε.
Ο Jensen ανακάλεσε τη στιγμή αυτή ως ένα σημείο καμπής. Πρόκειται για την κατηγορία που θα έκανε τους περισσότερους γονείς να αντιδράσουν αμυντικά, να αρνηθούν ότι υπάρχει ιδιαίτερη μεταχείριση, να επιμείνουν πως όλα τα παιδιά τους αντιμετωπίζονται ισότιμα.
Εκείνος, όμως, επέλεξε να κάνει κάτι διαφορετικό:
«Εντάξει – με ποιον τρόπο;» φέρεται να αποκρίθηκε, μετά το παράπονο της κόρης του, που του απάντησε: «Κάθε φορά που κάνει κάτι ενοχλητικό, μου λέτε απλώς να τον αγνοήσω, και αυτό με τρελαίνει!»
Για τον Jensen, η στιγμή αυτή ήταν κάτι περισσότερο από μια συνηθισμένη οικογενειακή διαφωνία. Ως καθηγητής στο Τμήμα Οικογενειακής Ζωής του Brigham Young και επικεφαλής συγγραφέας μιας πρόσφατης μελέτης που δημοσιεύτηκε από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, γνώριζε καλύτερα από τον καθένα «πόσο σημαντικά είναι αυτά τα συναισθήματα των παιδιών». Η έρευνά του αφορούσε την άνιση γονεϊκή μεταχείριση και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, όπως το φύλο, η σειρά γέννησης και η προσωπικότητα του παιδιού.
Στην οικογένεια του Jensen, υπήρχε μια λογική εξήγηση για τη διαφορετική μεταχείριση των δύο παιδιών: η διαφορά ωριμότητας μεταξύ μιας έφηβης 14 ετών και ενός παιδιού 9 ετών. Αυτό ήταν που εξήγησε στην κόρη του, η οποία τελικά κατάλαβε τους λόγους αυτής της ανισότητας που αισθανόταν.
Όμως, η στιγμή αυτή ανέδειξε έναν ευρύτερο προβληματισμό: ακόμα και όταν η διαφορετική αντιμετώπιση είναι δικαιολογημένη, το πώς την αντιλαμβάνονται τα παιδιά έχει μεγάλη σημασία.
«Η αντικειμενικότητα της υποκειμενικότητας»
Η έννοια της γονεϊκής προτίμησης μοιάζει εκ φύσεως υποκειμενική. «Τι σημαίνει «αγαπημένο παιδί;» και «Πώς προκύπτει η εύνοια»; Αυτά ήταν τα ερωτήματα που προσπάθησε να απαντήσει ο Jensen. Όπως εξήγησε, οι μελέτες σχετικά με αυτό το ζήτημα, δεν ρωτούν ευθέως τους γονείς ποιο παιδί προτιμούν, γιατί η πιο πιθανή απάντηση που θα πάρουν θα είναι «Κανένα!».
Αντίθετα, οι επιστήμονες επικεντρώνονται σε παραμέτρους, όπως:
- Με ποιο παιδί περνάει ο γονιός περισσότερο χρόνο;
- Με ποιο παιδί συγκρούεται συχνότερα;
- Ποιο παιδί δέχεται περισσότερη στοργή;
- Ποιο παιδί λαμβάνει περισσότερη οικονομική υποστήριξη ή βοήθεια στα μαθήματα;
Παρόμοιες ερωτήσεις τίθενται και στα ίδια τα παιδιά: «Σε σύγκριση με τα αδέλφια σου, με ποιον περνούν οι γονείς σου περισσότερο χρόνο;»
Τι αποκαλύπτουν οι έρευνες
Η μελέτη, η οποία συγκέντρωσε δεδομένα από 30 έρευνες και 19.000 συμμετέχοντες από τη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη, ανέδειξε κάποιες σαφείς τάσεις:
Οι κόρες τείνουν να είναι «οι αγαπημένες των γονιών» σύμφωνα με τους ίδιους τους γονείς.
Αντίθετα, τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την ίδια εύνοια υπέρ των κοριτσιών, γεγονός που εξέπληξε τους ερευνητές. Παραδοσιακά, υπήρχε η άποψη ότι οι πατέρες προτιμούν τους γιους και οι μητέρες τις κόρες, αλλά πλέον φαίνεται ότι οι πατέρες δείχνουν προτίμηση στις κόρες τους, σύμφωνα με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων στη Washington Post.
Τα πρωτότοκα παιδιά απολαμβάνουν περισσότερη αυτονομία και ελευθερία.
Αυτό ισχύει τόσο στην παιδική και εφηβική ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή: ακόμα και ως ενήλικες, οι πρωτότοκοι λαμβάνουν περισσότερη ανεξαρτησία από τους γονείς τους.
Όσο για τον ρόλο που διαδραματίζει η προσωπικότητας του κάθε παιδιού, γράφει το δημοσίευμα: «Οι πιο υπάκουοι, συναισθηματικοί σταθεροί και υπεύθυνοι χαρακτήρες, έχουν περισσότερες πιθανότητες να είναι τα "αγαπημένα παιδιά¨"».
Οι συνέπειες της διαφορετικής μεταχείρισης
Ο Jensen τονίζει ότι η άνιση αντιμετώπιση των παιδιών έχει σημαντικές συνέπειες:
Όσα νιώθουν λιγότερο ευνοημένα, είναι πιο ευάλωτα και εκτεθειμένα στο άγχος, την κατάθλιψη και τη χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Είναι παράλληλα, πιθανότερο να έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις ή να εμπλακούν σε καταχρήσεις.
Αντίθετα, τα παιδιά που αισθάνονται ότι απολαμβάνουν την εύνοια των γονιών τους τείνουν να παρουσιάζουν καλύτερη ψυχική υγεία, υψηλότερες επιδόσεις και αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας στη ζωή. Συγχρόνως, η άνιση γονεϊκή μεταχείριση επηρεάζει και τη σχέση μεταξύ των αδελφών. Όταν ένα παιδί αισθάνεται ότι αδικείται, αυτό μπορεί να διαμορφώσει τη σχέση του με τα αδέλφια του όχι μόνο στην παιδική ηλικία, αλλά και στην ενήλικη ζωή.
Σύμφωνα με την ειδικό Megan Gilligan, το φαινόμενο της γονεϊκής προτίμησης είναι πολύ πιο διαδεδομένο απ’ όσο νομίζουμε. «Έχουμε τεκμηριώσει την ύπαρξή του από την παιδική ηλικία μέχρι τα 60 χρόνια ενός ανθρώπου!» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι να γεμίσουν οι γονείς με ενοχές. Ο Jensen τονίζει ότι κάθε γονιός μεταχειρίζεται τα παιδιά του διαφορετικά και αυτό είναι φυσιολογικό. Εκεί που πρέπει να δοθεί βαρύτητα, είναι στη διαχείριση αυτών των διαφορών.
Οι γονείς πρέπει να αναρωτηθούν:
- Είναι δικαιολογημένες οι διαφορές στη μεταχείριση των παιδιών μου;
- Τα παιδιά μου κατανοούν τους λόγους αυτών των διαφορών;
Αν ένα παιδί εκφράζει πως αισθάνεται αδικημένο, η λύση δεν είναι να το αρνηθεί ο γονιός, αλλά να το συζητήσει. Η συζήτηση με στόχο την κατανόηση είναι πιο σημαντική από την υπεράσπιση της γονεϊκής απόφασης.
«Όλοι οι γονείς κάνουν λάθη. Το ζητούμενο δεν είναι η τελειότητα, αλλά η βελτίωση - και το να αφήσουμε πίσω την ενοχή.», κατέληξε, ο Jensen.
Με πληροφορίες από The Washington Post