— Αρχικά βάλε μας στο πνεύμα της έρευνας.
Είναι η διδακτορική μου έρευνα που διεξάγεται στο ΤΕΑΠΗ/ΕΚΠΑ με επόπτρια την επίκουρη καθηγήτρια Λήδα Αναγνωστάκη και την τρέχω περίπου τρία χρόνια. Οι εμπειρίες των ατόμων που έχουν μεγαλώσει με ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς στην Ελλάδα είναι πλήρως αόρατες και αποσιωπημένες – όταν μιλάμε για τα παιδιά των ΛΟΑΤΚΙ+ τα σκεφτόμαστε κυρίως ως μικρά παιδιά, μωρά ή αγέννητα ακόμα, σχεδόν ποτέ ως ενήλικα ή άτομα άνω των 25-30 ετών. Μεγάλωσα, ξέρεις, κι εγώ με queer γονείς, παιδί, ουσιαστικά, πολυγονεϊκής οικογένειας.
Αφού χώρισαν η μητέρα με τον πατέρα μου, με μεγάλωσαν κυρίως εκείνη με τη νονά μου – υπήρχαν καλές σχέσεις μεταξύ όλων αλλά καμία συζήτηση για το θέμα, μέχρι που ενηλικιώθηκα και πήρα την πρωτοβουλία να το ανοίξω. Προσέγγισα για τις ανάγκες της έρευνας τουλάχιστον είκοσι παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων από την Αθήνα και όχι μόνο. Από αυτά ανταποκρίθηκαν τα οκτώ, όλα γυναίκες, ηλικίας 22-37 ετών περίπου σήμερα. Ήταν, για τις περισσότερες, η πρώτη φορά που μίλησαν παραπάνω γι’ αυτή την εμπειρία.
«Τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι οι γονείς τους δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητά τους μέσα σε αυτήν τη συνθήκη, αλλά και όταν υπήρχε αυτοαποδοχή, πάντα είχαν να αντιμετωπίσουν τις όποιες διακρίσεις».
— Κάποια πρώτα συμπεράσματα;
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι τα ενήλικα αυτά άτομα, παρότι έχουν διαφορετικές εμπειρίες ζωής και προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, μοιράζονται κάποια κοινά στοιχεία: Αρχικά την αποσιώπηση και τη σχεδόν πλήρη αορατότητα τόσο της δικής τους εμπειρίας ως παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων όσο και της ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητας του ενός ή και των δύο γονιών τους, πράγμα που εξακολούθησε ακόμα και όταν είχαν μεγαλώσει αρκετά – πολλές φορές ως σήμερα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν εδώ οι εμπειρίες των γονέων, το στίγμα, η εσωτερικευμένη ομοφοβία, οι διακρίσεις ή ο φόβος γι’ αυτές.
«Αυτό» δεν συζητιόταν ποτέ και καθόλου, πολλοί μάλιστα από αυτούς τους γονείς εξακολουθούν να δυσκολεύονται να το συζητήσουν με τα παιδιά τους, δεν είναι out ή είναι σε πολύ περιορισμένο κύκλο – κατά κανόνα, τα παιδιά είναι που προσπαθούν να ανοίξουν την κουβέντα. «Το ήξερα από τα 13, αλλά το έμαθα στα 18», μου είπε μία συνομιλήτρια, εννοώντας την ηλικία που άρχισε να υποψιάζεται αυτό που ήταν ανομολόγητο, και την ηλικία που η μητέρα της εν τέλει της το παραδέχτηκε. Σχεδόν όλες εξέφρασαν πόσο τις δυσκόλεψε αυτό το «μυστικό» κι ότι θα ήθελαν η συζήτηση αυτή να είχε γίνει πολύ νωρίτερα και με άλλους όρους.
Κατά δεύτερον, όλες σχεδόν οι συνομιλήτριές μου έμαθαν για την ταυτότητα των γονιών τους (ή για κάποια ομόφυλη σχέση που είχαν) τυχαία ή μέσω τρίτων, άρα με έναν τρόπο σοκαριστικό, αιφνίδιο ή απροσδόκητο, που συχνά δημιούργησε μια αίσθηση προδοσίας λόγω της ανειλικρίνειας εκ μέρους των γονιών. Να επισημάνω ότι μιλάμε για παιδιά που προέρχονταν από ετερόφυλα, παντρεμένα ή χωρισμένα ζευγάρια, και κάποια στιγμή ένας/μία τουλάχιστον από τους γονείς τους έκανε μια ομόφυλη σχέση ή αποκαλύφθηκε ότι είναι ΛΟΑΤΚΙ+. Αυτά εξηγούνται με βάση το κοινωνικό πλαίσιο στις δεκαετίες ’80, ’90, ‘00s: οι ΛΟΑΤΚΙ+ εμπειρίες ήταν περιθωριοποιημένες, κυριαρχούσε η παθολογικοποίηση και το στίγμα, υπήρχαν δε ελάχιστες αναφορές ή αναπαραστάσεις queer υποκειμένων στον δημόσιο λόγο – ακόμα κι όταν υπήρχαν, ήταν συχνά μέσα από ένα προβληματικό, στερεοτυπικό σχήμα.
Μέσα από τις εμπειρίες των παιδιών των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων τότε, ερχόμαστε έμμεσα σε επαφή και με κάποιες εμπειρίες των γονιών τους: η μεγάλη πλειοψηφία αυτών έχει ελάχιστη ή καμία επαφή με ΛΟΑΤΚΙ+ ομάδες και κοινότητες, πολλοί-ές-ά διστάζουν να αποδεχτούν και να επικοινωνήσουν την ταυτότητά τους μέχρι σήμερα ή να ζήσουν ανοιχτά. Φοβόντουσαν ότι αποκαλύπτοντας την αλήθεια στα παιδιά τους ή στο περιβάλλον τους μπορεί να αποκόβονταν από την οικογένεια και τον ευρύτερο κύκλο τους, να επηρέαζαν αρνητικά την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών τους, μέχρι και να απομακρύνονταν βίαια από αυτά.
Όλα αυτά δεν γινόταν να μην επηρεάσουν τη στάση και τη συμπεριφορά των γονιών και κατ’ επέκταση τη σχέση με τα παιδιά τους στην πορεία της ζωής τους, αρνητικά αλλά και θετικά. Η έρευνα αυτή επομένως δεν σκοπεύει να «αποδείξει» τη δυνάμει καλή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη παιδιών ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων, κάτι που έχει λυθεί εδώ και δεκαετίες. Στόχο έχει να αναδείξει την εμπειρία τους –αυτό σημαίνει τα εύκολα, τα όμορφα αλλά και τα δύσκολα και τα τραυματικά στοιχεία–, γιατί τα ήδη ενήλικα παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων μεγάλωσαν σε εποχές πολύ δύσκολες για τους γονείς τους και την οικογένειά τους. Και βέβαια αυτό τροφοδοτεί πολλές σκέψεις και για το σήμερα, για μια σειρά ζητήματα που δεν έχουν ακόμα λυθεί.
— Οι εντυπώσεις σου από τα ενήλικα πλέον, όπως είπαμε, παιδιά που μίλησες;
Κάτι θετικό είναι ότι τα άτομα που τελικά δέχτηκαν να μου μιλήσουν για την εμπειρία τους –άρα είναι πιθανόν πιο ανοιχτά ως προς την επεξεργασία της– φαίνεται να έχουν γενικά προοδευτικές απόψεις: τα αφορούν ζητήματα όπως η κοινωνική ισότητα, η καταπολέμηση του ρατσισμού, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.ά. Οι ίδιες μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον χωρίς κανένα άλλο άτομο γύρω τους με παρόμοια εμπειρία – στην ερώτησή μου αν γνωρίζουν κι άλλα συνομήλικα άτομα με ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς, η απάντηση ήταν σχεδόν πάντα αρνητική. Στην περίπτωση που είχαν αδέλφια, δεν είχαν συζητήσει πολύ ούτε καν μεταξύ τους αυτή την εμπειρία.
Επικρατεί δηλαδή αυτό το κλίμα της μη συζήτησης. Ταυτόχρονα, αρκετές από τις συνομιλήτριες προσπάθησαν να θέσουν οι ίδιες ανοιχτά το ζήτημα στην οικογένειά τους και να βελτιώσουν τις σχέσεις με τους ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς τους μετά την αποκάλυψη. Είναι μάλιστα σημαντικό ότι σήμερα αρκετά από τα άτομα αυτά λένε ότι ήταν θετικό για τα ίδια το να βλέπουν τους γονείς τους να μην παραιτούνται από την επιθυμία τους για αυτοπραγμάτωση αναφορικά με τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητά τους.
Επίσης, ενώ οι ίδιες συχνά νιώθουν την ανάγκη να το συζητήσουν περισσότερο με τον φιλικό τους κύκλο, τους συντρόφους και την οικογένεια, αναρωτιούνται κατά πόσο μπορούν να μιλούν για τη σεξουαλική ταυτότητα των γονιών τους κι αυτό συχνά τις περιορίζει. Γίνεται όμως και κριτήριο για τις στενές τους σχέσεις – αν, π.χ., κάποιος εκφράζει σταθερά ομοφοβικές απόψεις, δεν διστάζουν να αντιπαρατεθούν μαζί του ή και να διακόψουν κάθε σχέση.
— Έχεις βέβαια υπόψη το γνωστό στερεότυπο ότι τα παιδιά των ΛΟΑΤΚΙ+ θα «βγουν» πιθανότατα κι αυτά ΛΟΑΤΚΙ+.
Το ερώτημα που πρέπει όντως να κάνουμε είναι γιατί θα ήταν προβληματικό το να ισχύει το παραπάνω. Το στερεότυπο αυτό προκύπτει από την ομοτρανσφοβική άποψη ότι οι ΛΟΑΤΚΙ+ σεξουαλικότητες και τα φύλα είναι εξαρχής κατώτερα των σις/στρέιτ.
Τα περισσότερα από τα άτομα που μίλησα σε αυτή την έρευνα είναι σις/στρέιτ. Υπάρχουν ωστόσο ανάμεσά τους και κάποια ΛΟΑΤΚΙ+. Βρίσκω προβληματική την «ανάγκη» να σιγουρευτούμε με κάποιο τρόπο ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς δεν θα «γίνουν» επίσης ΛΟΑΤΚΙ+. Ούσα κι εγώ μάλιστα ένα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, θυμάμαι ότι προβληματιζόμουν όταν η συζήτηση για το θέμα αυτό στην Ελλάδα ήταν ακόμα πλήρως παθολογικοποιημένη και στιγματιστική. Παρότι δηλαδή έκανα νωρίς το coming out μου, διατηρούσα στην αρχή έναν δισταγμό στο να μιλάω ταυτόχρονα και ως παιδί ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων.
Σε πολλές έρευνες αναδύεται μια τάση στα παιδιά οικογενειών που ανήκουν σε μειονότητες, άρα και στα παιδιά των ΛΟΑΤΚΙ+, να αποδεικνύουν διαρκώς ότι είναι τα «χρυσά παιδιά» και τα πάνε πολύ καλά στη ζωή τους – θα έλεγε κανείς ότι αυτό συμβαίνει ως προστασία και απάντηση στις διακρίσεις που υφίσταται η οικογένεια, ένας τρόπος υπεραναπλήρωσης απέναντι στη θεσμική και κοινωνική ανισότητα. Δεν χρειάζεται, όμως, να αποδείξουν τίποτα, δεν το χρωστάνε πουθενά!
— Μου είπες ότι υπήρξε και μια συνάντηση γνωριμίας με όσα άτομα συμμετείχαν στην έρευνα.
Πράγματι, αφού τελείωσα τις ατομικές συνεντεύξεις, ρώτησα τις συμμετέχουσες αν θα επιθυμούσαν να γνωριστούν μεταξύ τους και να ανταλλάξουν εμπειρίες. Συμφώνησαν και κατά γενική ομολογία η συνάντηση πήγε πολύ καλά! Ήταν ξέρεις και για μένα μια σημαντική διεργασία το ότι βρέθηκα πρώτη φορά να κουβεντιάζω με τόσα ενήλικα άτομα με τα οποία έχουμε παρόμοια εμπειρία. Το ότι θα μπορούσα κι εγώ να είμαι μέρος του δείγματος το οποίο εξετάζω είναι κάτι που λαμβάνεται υπόψη στην έρευνα – συμμετείχα άλλωστε ισότιμα σε αυτή την ομαδική συνάντηση, η οποία είχε στοιχεία χειραφετητικής έρευνας, ένας τρόπος να μελετήσεις ανοιχτά μειονοτικές εμπειρίες που δεν έχουν καταγραφεί ξανά. Ήταν πολύ συγκινητικό που όλες σχεδόν είπαμε ότι πρώτη φορά βρισκόμαστε με άλλα άτομα για να συζητήσουμε αυτή μας την εμπειρία. Θα ήθελα να τις ευχαριστήσω θερμά για τη συμβολή τους σε ένα εγχείρημα που ήταν και για μένα πολλά παραπάνω από μια επιστημονική εργασία.
— Έχεις υπόψη αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο εξωτερικό;
Υπάρχουν σχετικές έρευνες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου η συζήτηση γύρω από τα ενήλικα παιδιά των ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων είχε ανοίξει έντονα πριν το 2013, χρονιά που θεσμοθετήθηκε η ισότητα στον γάμο. Κυκλοφόρησε μάλιστα κι ένα εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα μιας γυναίκας η οποία μεγάλωσε με δύο μπαμπάδες και αναζήτησε και φωτογράφισε κι άλλα ενήλικα παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων που προθυμοποιήθηκαν να μιλήσουν ανοιχτά για την εμπειρία τους, το «The Kids». Διαπιστώνουμε γενικά την αποσιώπηση, την αορατότητα ή το αίσθημα ντροπής εκ μέρους των γονέων, που είναι βέβαια συνέπεια των διακρίσεων.
Τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι οι γονείς τους δυσκολεύονταν να αποδεχτούν τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητά τους μέσα σε αυτήν τη συνθήκη, αλλά κι όταν υπήρχε αυτοαποδοχή, πάντα είχαν να αντιμετωπίσουν τις όποιες διακρίσεις. Έπαιζε επίσης ρόλο η μη πρόσβαση σε θετικές αναπαραστάσεις για τις queer οικογένειες στα ΜΜΕ κ.λπ. Διαπιστώνουμε ωστόσο και πολλά θετικά, όπως ότι τα παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ γονέων, ειδικά αν εκείνοι συζητούν ανοιχτά μαζί τους για την ταυτότητά τους, επεξεργάζονται την εσωτερικευμένη ομοφοβία/τρανσφοβία κ.λπ., απορρίπτουν ως ενήλικες ακραία συντηρητικές απόψεις, είναι πιο ανοιχτοί/ές/ά στην ποικιλομορφία φύλου/σεξουαλικότητας, υπερασπίζονται τα δικαιώματα μειονοτήτων κ.λπ.
— Ένα άλλο επιχείρημα που επιστρατεύεται κατά της ΛΟΑΤΚΙ+ γονεϊκότητας είναι ότι τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών επόμενο είναι να αντιμετωπίσουν διακρίσεις στο σχολείο, τις δραστηριότητες, τις παρέες τους κ.λπ.
Υπάρχουν πολλές δικαιολογίες αν θέλει κανείς να υπερασπιστεί την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτό στην οικογένεια. Και βέβαια τα παιδιά μπορεί να αντιμετωπίσουν διακρίσεις, όπως επίσης τα παιδιά μεταναστών, τα προσφυγόπουλα, τα παιδιά-μέλη μειονοτήτων κ.λπ. Άρα να διαιωνίσουμε μια ακόμα διάκριση αντί να καταπολεμήσουμε όσες ήδη υπάρχουν; Αυτά είναι αστεία πράγματα. Είναι θετικό ότι μέσω της συζήτησης σπάει η εικόνα ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα ή ζευγάρια που έχουν ή αποκτούν παιδιά είναι κάτι καινούργιο και προκύπτει μόνο μέσα από τη νομική αναγνώριση του γάμου ή της συμβίωσης.
Λοιπόν όχι, δεν είναι καθόλου καινούργιο, ΛΟΑΤΚΙ+ άνθρωποι με παιδιά υπήρχαν πάντα. Όμως για να υπερασπιστούμε βασικά δικαιώματα δεν χρειάζεται να αναπαράγουμε κι εμείς στενά κανονιστικά σχήματα. Πλέον οι μορφές οικογένειας και γονεϊκότητας είναι αμέτρητες. Ξέρω ότι λόγω της κουβέντας για την ισότητα στον γάμο μιλάμε κυρίως για ομόφυλα ζευγάρια με παιδιά, αλλά χρειάζεται να μιλάμε επίσης για την πολυγονεϊκότητα, για τα ζευγάρια φίλων –και όχι συντρόφων– που αποφασίζουν να μεγαλώσουν από κοινού ένα παιδί, για μορφές οικογένειας που ξεφεύγουν από το «χρυσό» ετεροκανονικό μοντέλο που μας έχει επιβληθεί.
Μιλώντας κι εγώ ως ενήλικο άτομο που έχει μεγαλώσει με ΛΟΑΤΚΙ+ γονείς, δεν θέλω να τονίσω πόσο φανταστικά παιδιά ήμασταν, πόσο εύκολα και «φυσιολογικά» κύλησε η ζωή με τους γονείς μας. Αυτό είναι ένα αφήγημα αμυντικό που δεν με αφορά. Θέλω όμως να πω ότι η εμπειρία μας αυτή, όπως κάθε queer βίωμα, ενέχει μεν δυσκολίες αλλά είναι μια πλούσια εμπειρία που, αν την επεξεργαστούμε, μπορεί να κουβαλάει πολλά δώρα. Έχουμε λοιπόν καλύτερα πράγματα να κάνουμε από το να απαντάμε σε συντηρητικά σχήματα με ομοκανονικά επιχειρήματα. Έχουμε να ζήσουμε.
Αποσπάσματα από μαρτυρίες:
• «Από όταν έμαθα για την ομόφυλη σχέση του πατέρα μου, έχει φτιάξει η σχέση μας, ήρθαμε πιο κοντά. Είδα την αλλαγή, ότι είναι πολύ πιο ευτυχισμένος. Δεν υπάρχουν πια μυστικά». Ιωάννα, 27 ετών
• «Όταν ακούω ομοφοβικά σχόλια σε συζητήσεις, νιώθω ότι προσβάλλουν τον πατέρα μου, με επηρεάζει. Και μιλάω, μαλώνω, παίρνω θέση». Μαρία, 22 ετών
• «Ήταν ένα ταμπού (η ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητα του γονιού). Ενώ μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον πολύ ανοιχτό, ξαφνικά υπήρχε κάτι που δεν μπορούσαμε να συζητάμε. Μια παραφωνία». Γεωργία, 25 ετών
• «Έλεγα στη μητέρα μου ότι το ξέρω, το έχω καταλάβει και είμαι εντάξει, σ’ αγαπώ πολύ. Κι όμως δεν το παραδεχόταν για χρόνια, μέχρι που ενηλικιώθηκα – αυτό δυσκόλεψε τη σχέση μας. Δηλαδή νιώθω ότι το ήξερα από τα 13, αλλά το έμαθα στα 18». Ειρήνη, 30 ετών
• «Άκουγα πάντα “είσαι τόσο τυχερή που έχεις μια μητέρα τόσο ανοιχτόμυαλη”. Αλλά δεν το συζητήσαμε ποτέ πραγματικά (τη ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητά της). Όταν της έκανα εγώ coming out, μου είπε “ξέρεις, δεν θα ‘ναι εύκολη η ζωή σου έτσι”». Βίκυ, 28 ετών
• «Μέχρι και σήμερα η μητέρα μου με τη σύντροφό της τρώνε πολλή καταπίεση, δεν μπορούν να εκφράσουν αυτό που νιώθουν». Μάρθα, 35 ετών
• «Έβλεπα μια γυναίκα, τη μητέρα μου, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, να αποφασίζει ότι αφού θέλει αυτό που θέλει, με τίποτα λιγότερο δεν θα είναι ευτυχισμένη, όσο κι αν είναι ριψοκίνδυνο. Και πήρα ένα μάθημα ζωής από ‘κείνη που το κρατάω σαν θησαυρό: πρέπει να είμαστε σε επαφή με την επιθυμία μας». Κωνσταντίνα, 33 ετών
*Για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων όσων συμμετείχαν στην έρευνα, τα στοιχεία τους είναι παραλλαγμένα.