Αντιμέτωποι με τις πιο υψηλές τιμές στα τυριά εδώ και δεκαετίες είναι οι Νεοζηλανδοί.
Ένα μείγμα πληθωρισμού, πιέσεων λόγω Covid-19 και υψηλών τιμών γάλακτος αύξησε σημαντικά τις τιμές του τσένταρ, με ένα κομμάτι τυριού να κυμαίνεται από 11 έως 20 δολάρια το κιλό.
Οι Νεοζηλανδοί αναζητούν νέους τρόπους για να μετριάσουν τις απώλειες. «Ξεκινήσαμε να χρησιμοποιούμε την πολύ μικρή πλευρά στον τρίφτη», είπε ένας χρήστης διαδικτυακή ομάδας. Άλλοι είχαν εγκαταλείψει την ελπίδα να αγοράσουν το αγαπημένο τους τσένταρ.
Αρκετοί ήταν αυτοί που στράφηκαν προς το τριμμένο τυρί ενώ ένας χρήστης υπέθεσε ότι οι καταναλωτές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το δικό τους «Νόστιμο» τυρί, υπονοώντας μία μορφή παλαιωμένου τσένταρ, διατηρώντας το τυρί περισσότερο χρόνο.
«Απλώς αναρωτιέμαι, δεδομένου του γεγονότος ότι το τυρί γίνεται νοστιμότερο με τη γήρανση, θα γινόταν πιο ήπια η γεύση ή πιο νόστιμη, αν φύλαγα το τυρί για 18 μήνες;» ρώτησε κάποιος χρήστης.
Σε μια σελίδα κοινωνικής δικτύωσης της κοινότητας, οι χρήστες ειδοποίησαν ο ένας τον άλλον για εκπτώσεις τυριών στα τοπικά σούπερ μάρκετ.
Άλλοι ζήτησαν για ένα σύντομο μποϊκοτάζ για να προσπαθήσουν να πιέσουν τις τιμές προς τα κάτω. Μια επιχείρηση του Maungaturoto χρησιμοποίησε το θέμα για να διαφημίσει το δικό της τυρί. «Τι καλύτερη στιγμή τώρα για να έρθετε και να μάθετε να φτιάχνετε το δικό σας τσένταρ» ανέφερε.
Ένα κομμάτι τυρί στο υψηλότερο επίπεδο της σειράς τσένταρ πωλείται τους τελευταίους μήνες για περισσότερα από 20 δολάρια το κιλό.
Στην πιο φτηνή του εκδοχή η τιμή πέφτει στα 11 δολ. το κιλό, η υψηλότερη τιμή που έχει καταγραφεί την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με στοιχεία της Stats NZ που δημοσιεύθηκαν από την Herald.
«Δεν μιλάμε για εκλεκτά εισαγόμενα γαλλικά μπρι, μιλάμε για τυποποιημένο προϊόν. Εάν αυτό έχει τιμολογηθεί τόσο ψηλά, τότε έχουμε ένα πραγματικό πρόβλημα», λέει ο Jon Duffy, διευθύνων σύμβουλος της Consumer NZ, μιας ανεξάρτητης μη κερδοσκοπικής οργάνωσης που ερευνά και υποστηρίζει τους καταναλωτές.
«Τα σούπερ μάρκετ φέρουν κάποια ευθύνη για αυτό», συνεχίζει «αλλά το γενικό κόστος ζωής και το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ όχι καν των πλούσιων, αλλά της μεσαίας τάξης των Νεοζηλανδών και εκείνων που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί πραγματικά σε μια κοινωνία. Η διαφορά αυτή είναι πραγματικά ορατή μέσα από το φακό αυτού, που μέχρι τώρα ήταν ένα κοινό βασικό προϊόν, ένα κομμάτι τυρί» ανέφερε.
Το γιατί οι τιμές του τυριού έχουν αυξηθεί τόσο υψηλά είναι μια περίπλοκη ερώτηση, λέει ο Duffy.
Ο πληθωρισμός συνέβαλε στην αύξηση των τιμών των τροφίμων. Το μεγαλύτερο μέρος του γάλακτος της Νέας Ζηλανδίας εξάγεται και η διεθνής τιμή του γάλακτος είναι πλέον υψηλή. Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές ανεβαίνουν και στο εσωτερικό.
Αυτοί οι παράγοντες επιδεινώνονται, στη συνέχεια, από την έλλειψη ανταγωνισμού της χώρας μεταξύ των σούπερ μάρκετ.
Στην αγορά παντοπωλείων της Νέας Ζηλανδίας κυριαρχούν δύο τεράστιοι όμιλοι σούπερ μάρκετ, η Foodstuffs και η Woolworths, που ελέγχουν περίπου το 85% της συνολικής αγοράς.
Τον Ιούλιο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εξετάσει το ενδεχόμενο διάλυσης αυτής της μορφής «μονοπωλίου» ή τη δημιουργία τρίτου ανταγωνιστή. Ο υπουργός Καταναλωτών Ντέιβιντ Κλαρκ είπε τότε ότι οι επιχειρήσεις είχαν «εξαιρετικά κέρδη».
Η Emma Wooster, διευθύντρια εταιρικών υποθέσεων της Foodstuffs New Zealand, είπε ότι η έλλειψη ανταγωνισμού δεν επηρεάζει τις τιμές. «Οποιαδήποτε πρόταση ότι η έλλειψη ανταγωνισμού οδηγεί σε υψηλές τιμές είναι απλώς λάθος», είπε.
Η Wooster κατηγόρησε εν μέρει τον κορωνοϊό για την αύξηση της τιμής. «Η διεθνής αγορά τυριού ανθεί», είπε η Wooster, «και ανταγωνιζόμαστε για το ίδιο απόθεμα σε ζήτηση».
Ένας εκπρόσωπος της Countdown, της αλυσίδας που ανήκει στη Woolworths, ανέφερε σε γραπτή δήλωση ότι «Δεν έχουμε αυξήσει τις τιμές του τυριού λόγω του lockdown, αλλά υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ασκούν πρόσθετη πίεση στην τιμή του τυριού εδώ στη Νέα Ζηλανδία, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας προσφοράς γάλακτος, του αυξανόμενου κόστους εργασίας και των υψηλών τιμών του γάλακτος στο αγρόκτημα».
Με πληροφορίες του Guardian