Η Ρωμαιοθολική Εκκλησία κατέστρεψε φακέλους για τους δράστες σεξουαλικών κακοποιήσεων στις τάξεις της, παραδέχθηκε σήμερα ο Γερμανός καρδινάλιος Ράινχαρντ Μαρξ, στενός σύμβουλος του Πάπα Φραγκίσκου.
Μιλώντας στη σύνοδο των επικεφαλής εθνικών ρωμαιοκαθολικών Εκκλησιών με αντικείμενο τη διερεύνηση των σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης και τη λήψη μέτρων για την αποτροπή ανάλογων περιστατικών στο μέλλον, ο καρδινάδλιος Μαρξ είπε χαρακτηριστικά: «Η διοίκηση δεν συνέβαλε στην εκπλήρωση της αποστολής της Εκκλησίας αλλά, αντίθετα, την κατέπνιξε, τη δυσφήμισε και την κατέστησε αδύνατη».
«Φάκελοι που θα μπορούσαν να είχαν τεκμηριώσει αυτές τις τρομερές πράξεις και να δηλώσουν τα ονόματα των υπευθύνων καταστράφηκαν ή δεν σχηματίστηκαν καν», δήλωσε ο πρόεδρος της γερμανικής επισκοπικής συνέλευσης ενώπιον 190 συμμετεχόντων στη σύνοδο.
«Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις παιδιών και νέων οφείλονται, σε έναν όχι αμελητέο βαθμό, στην κατάχρηση εξουσίας στο πλαίσιο της διοίκησης», είπε ο Γερμανός καρδινάλιος στην ομιλία του όπου τόνισε την ανάγκη η Καθολική εκκλησία να έχει μια διοίκηση που να μπορεί να αντιμετωπίσει τα σεξουαλικά σκάνδαλα που αμαύρωσαν την εικόνα της.
«Στη θέση των ενόχων, βρίσκονται τα θύματα που επιπλήχθηκαν και τους επιβλήθηκε η σιωπή», συνέχισε ο καρδινάλιος.
«Δικονομίες και διαδικασίες που εγκαθιδρύθηκαν για τη δίωξη των αδικημάτων εκ προθέσεως δεν τηρήθηκαν, μάλλον διαγράφτηκαν και αγνοήθηκαν. Τα δικαιώματα των θυμάτων, στην πραγματικότητα, ποδοπατήθηκαν και αφέθηκαν στα προσωπικά καπρίτσια κάποιων ατόμων».
Ο καρδινάλιος Μαρξ εκτίμησε επίσης πως «η αρχιερατική εχεμύθεια» που προβαλλόταν συχνά από την Εκκλησία δεν δικαιολογείτο απέναντι στις περιπτώσεις σεξουαλικών κακοποιήσεων που διέπραξαν μέλη της.
Ο ίδιος, υπογράμμισε την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια στις διαδικασίες που ακολουθεί η Εκκλησία, κάτι που αποτελεί σημαντική διεκδίκηση των θυμάτων σεξουαλικών κακοποιήσεων.
Όπως είπε ο Γερμανός καρδινάλιος, ο αριθμός των περιπτώσεων που έχουν εξεταστεί από τα δικαστήρια της Εκκλησίας και οι λεπτομέρειες αυτών των περιπτώσεων πρέπει να δημοσιοποιηθούν το «ταχύτερο δυνατό».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
σχόλια