Την άποψη ότι ο πόλεμος στη Γάζα, ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς, μπορεί να βοηθήσει να υπάρχει ξανά ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, εκφράζει ο Economist.
Το άρθρο του Economist επικεντρώνεται στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, τις διαμαρτυρίες που έχουν γίνει για τον πόλεμο στη Γάζα αλλά και τις αντιδράσεις που αυτές έχουν προκαλέσει, καταλήγοντας ότι πρόκειται για μία «δύσκολη αλλά εποικοδομητική» στιγμή, στη μάχη της Αμερικής για την ελευθερία του λόγου.
«Η αριστερή ιδεολογία που ξεπηδά από τις πανεπιστημιουπόλεις αυτό τον αιώνα από τη μία έχει ευνοήσει τον περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης, από την άλλη έχει δείξει ότι οι αδυσώπητες δυνάμεις του καπιταλισμού και του λευκού προνομίου εδραιώνουν τη δεξιά εξουσία. Αυτή η ένταση δεν έχει εμφανιστεί πολλές φορές σε πανεπιστημιουπόλεις, τουλάχιστον όχι στα κορυφαία πανεπιστήμια. Εκεί, οι δυνάμεις του καπιταλισμού και του λευκού προνομίου- αν όχι της ανεκτικότητας και της περιέργειας- κυρίως κατατροπώθηκαν», σημειώνει αρχικά ο Economist, συμπληρώνοντας ότι μια φθίνουσα μειοψηφία μελών του διδακτικού προσωπικού- «μόλις το ένα δέκατο»- προσδιορίζονται ως συντηρητικοί.
Όμως, έξω από τις πανεπιστημιουπόλεις, οι δυνάμεις της αντίδρασης «άρχισαν να ανταποκρίνονται με εντυπωσιακά συμμετρικές ανησυχίες για την ελευθερία του λόγου», επισημαίνει το δημοσίευμα. «Συντηρητικοί κυβερνήτες και νομοθέτες σε όλη τη χώρα έχουν υιοθετήσει τη θεωρία ότι συγκεκριμένες ιδέες είναι υπερβολικά επικίνδυνες για όλα τα μυαλά και συγκεκριμένες απόψεις είναι υπερβολικά βλαβερές για συγκεκριμένα αυτιά», συνεχίζει ο Economist και κάνει αναφορά σε νομοσχέδια που κατατέθηκαν σε πολιτείες όπως το Τέξας, τα οποία επιδιώκουν να προστατεύσουν τα παιδιά από υλικό που μπορεί να προκαλέσει «ενόχληση, ενοχή, αγωνία ή κάποια άλλη μορφή ψυχολογικής δυσφορίας, λόγω της φυλής ή του φύλου τους».
Όμως, τέτοια νομοσχέδια, αντί να στοχεύουν «στην προστασία των συναισθημάτων μελών ιστορικά περιθωριοποιημένων ομάδων», έχουν σκοπό να προστατεύσουν τα «λευκά παιδιά από τις ίδιες τις ιδέες που η αριστερά θέλει να διαδώσει». Τώρα, τονίζει ο Economist, έχει έρθει μια δύσκολη αλλά δυνητικά εποικοδομητική στιγμή στη μάχη της Αμερικής για την ελευθερία του λόγου.
«Σε κορυφαίες πανεπιστημιουπόλεις, ο πόλεμος στη Γάζα έχει κλονίσει τις σχέσεις εξουσίας που επικρατούν, για την ώρα. Φοιτητές που επιτίθενται στο Ισραήλ για την απάντησή του στην τρομοκρατία της Χαμάς έχουν δεχθεί έντονη κριτική, αλλά και χειρότερα: κάποιοι είδαν να ακυρώνονται οι προτάσεις για δουλειά ή τα ονόματά τους και οι φωτογραφίες τους εμφανίστηκαν πάνω σε φορτηγά που κυκλοφορούσαν στις πανεπιστημιουπόλεις», επισημαίνει ο Economist, κάνοντας αναφορά στα όσα συνέβησαν στο Χάρβαρντ.
Κάποιοι δεξιοί υπέρμαχοι της ελευθερίας του λόγου «απολαμβάνουν το θέαμα». Επί χρόνια, οι πρωτοπόροι της αριστεράς επέμεναν ότι δεν υπάρχει η «cancel culture», γράφει ο Economist. Αντί για αυτό τους άρεσε να μιλούν για μια «κουλτούρα λογοδοσίας» ή «κουλτούρα συνεπειών», που δικαίως τιμωρούσε όσους ήταν προσβλητικοί. «Τώρα, που αυτοί που ακύρωναν ανησυχούν ότι θα τους ακυρώσουν, υπάρχει χαιρεκακία στην ατμόσφαιρα», σημειώνει ο Economist.
Το άρθρο επισημαίνει ότι πρόσφατη δημοσκόπηση του Harvard/Harris έδειξε ότι το 51% των Αμερικανών ηλικίας 18-24 ετών πιστεύουν ότι οι βιαιοπραγίες της Χαμάς θα μπορούσαν να «δικαιολογηθεί» από τις αδικίες σε βάρος των Παλαιστινίων. Όμως, σημειώνει ο Economist, κάποιοι μπορεί να μην συνειδητοποιούν πως όταν φωνάζουν για μια Παλαιστίνη «από το ποτάμι ως τη θάλασσα», υποστηρίζουν μια εθνοκάθαρση.
«Αυτό είναι το μήνυμα που παίρνουν πολλοί Εβραίοι και άλλοι. Ένα επιχείρημα των Αριστερών, που δεν νιώθουν άνετα με τον διάλογο, έχει υπάρξει το ότι ο αντίκτυπος στον ακροατή και όχι η πρόθεση του ομιλητή θα πρέπει να είναι το κριτήριο για την προσβολή. Με βάση μόνο αυτό το κριτήριο, θα είναι πιο δύσκολο τώρα για αυτούς που δείχνουν κατανόηση για τους φιλοπαλαιστίνιους φοιτητές να υποστηρίξουν πως η όποια “ρητορική μίσους” είναι εκτός ορίων», γράφει ο Economist.
Στο ίδιο άρθρο σημειώνεται πως κάποιοι πρόεδροι πανεπιστημίων μπήκαν σε μπελάδες για τις δικές τους τοποθετήσεις. Δωρητές του Χάρβαρντ και του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια έκλεισαν τα τσεκ επιταγών επειδή πίστευαν ότι οι πρόεδροι καθυστερούν να αντιδράσουν στον αντισημιτισμό. «Αυτό, ξανά θα μπορούσε να αποδειχθεί εποικοδομητικό», λέει ο Economist γιατί τώρα «μπορεί να κερδίσουν την εκτίμηση επειδή προωθούν τον διάλογο, αντί να τον προδικάζουν».
«Ελπίζω ότι ανακαλύπτοντας εκ νέου την ελευθερία του λόγου και την πολιτική ουδετερότητα ή την πολιτική αυτοσυγκράτηση- να μην σχολιάζουν κάθε γεγονός της ημέρας- θα είναι κάτι που θα υιοθετήσουν οι σχολές και θα συνεχίσουν να το εφαρμόζουν», λέει ο Γκρεγκ Λουκιάνοφ, συν-συγγραφέας του βιβλίου «The Cancelling of the American Mind» και πρόεδρος της οργάνωσης Foundation for Individual Rights and Expression.
«Φοβάμαι είναι ότι αυτό θα είναι όπως η 11η Σεπτεμβρίου», συμπληρώνει και σημειώνει ότι μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τα πανεπιστήμια συσπειρώθηκαν γύρω από καθηγητές που κατηγορήθηκαν επειδή επέκριναν την Αμερική.
«Όταν θεωρείται ότι η απειλή έρχεται εκτός πανεπιστημιούπολης, πάντα ανακαλύπτουν ξανά την ελευθερία του λόγου. Η δοκιμασία θα είναι αν συνεχίσουν να νιώθουν έτσι όταν η απειλή θα έρχεται από το εσωτερικό της πανεπιστημιούπολης, όταν οι φοιτητές απαιτούν να απολυθεί ένας καθηγητής», εξηγεί.
Υπάρχουν πάντως σημάδια ελπίδας, κρίνει ο Economist. Παρά κάποιες άθλιες ενέργειες, οι διαμαρτυρίες σε γενικές γραμμές είναι ειρηνικές, ακόμη και όταν γίνονταν ταυτόχρονα συγκεντρώσεις ομάδων φοιτητών με αντίθετες απόψεις. «Δεν υπάρχουν μόνο φωνές αλλά υπάρχουν αναφορές και για περιπτώσεις που ακούνε», σημειώνει το δημοσίευμα και ως παράδειγμα φέρνει το Ντάρτμουθ.
Τις πρώτες ώρες μετά το μακελειό της Χαμάς, καθηγητές του Ντάρτμουθ από το Ισραήλ, τον Λίβανο και την Αίγυπτο αποφάσισαν να οργανώσουν από κοινού δύο δημόσια φόρουμ για την κρίση, σύμφωνα με το εβραϊκό έντυπο Forward. Περίμεναν να εμφανιστούν περίπου δέκα άτομα, αλλά πήγαν εκατοντάδες και έγιναν ερωτήσεις.
Με στοιχεία από τον Economist