Τις «πολιτικές διακρίσεων» που εφάρμοσε η Τουρκία κατά της ελληνικής μειονότητας, με αποτέλεσμα να βρίσκεται «στα πρόθυρα της εξαφάνισης» κατήγγειλε ο ειδικός εκπρόσωπος της ΕΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ίμον Γκίλμορ, από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
«Η ΕΕ εκφράζει τη βαθιά λύπη της για τις παλαιότερες πολιτικές διακρίσεων που εφάρμοσε η Τουρκία, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική μειονότητα να βρίσκεται σήμερα στα πρόθυρα της εξαφάνισης» ανέφερε ο Ευρωπαίος αξιωματούχος, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπλήρωσε ο Ίμον Γκίλμορ, κάλεσε εκ νέου την Τουρκία να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και το κράτος δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των περιουσιακών δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες και των νομικών προσώπων των μειονοτήτων.
Το θέμα της ελληνικής μειονότητας ανέδειξε από τη Νέα Υόρκη και ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, απαντώντας στους προκλητικούς ισχυρισμούς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά της Αθήνας, από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
«Θα ήταν καλό η Τουρκία να απαντήσει τι συνέβη στην ελληνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη και πώς η ακμάζουσα άνω των 100.000 ανθρώπους κάποτε μειονότητα, σήμερα έχει περιοριστεί σε λιγότερο από 5.000 ή όπως κάποτε λεγόταν, η Τουρκία δεν δικαιούται διά να ομιλεί», είχε επισημάνει ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας.
Στην τοποθέτησή του, ο Ίμον Γκίλμορ υπογράμμισε ότι «τα ζητήματα μειονοτήτων χρησιμοποιούνται ως ψευδή προσχήματα για να δικαιολογηθούν οι πόλεμοι, όπως συνέβη στην απρόκλητη και αδικαιολόγητη στρατιωτική επίθεση της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας».
Επίσης, υπενθύμισε ότι στις 18 Δεκεμβρίου συμπληρώνονται 30 χρόνια από την υιοθέτηση της Διακήρυξης για τα Δικαιώματα των Προσώπων που ανήκουν σε Εθνικές ή Εθνοτικές, Θρησκευτικές και Γλωσσικές Μειονότητες, από τα κράτη μέλη του ΟΗΕ.
«Η Διακήρυξη παραμένει ορόσημο για την προώθηση και την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν στις προαναφερθείσες μειονότητες» και «παρέχει καθοδήγηση και θέτει πρότυπα, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη μη διάκριση, τη χρήση της μητρικής γλώσσας και την αποτελεσματική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων», τόνισε.