Η AYΞΗΣΗ των κρουσμάτων στις ΗΠΑ έχει αγγίξει τρομακτικά επίπεδα από τον περασμένο μήνα και μέχρι σήμερα. Ο δείκτης του μέσου αριθμός καθημερινών θανάτων όμως έχει πέσει κατά 75 τοις εκατό από την κορύφωση που είχε σημειώσει τον Απρίλιο. Αυτό το στοιχείο, που σίγουρα είναι πρόωρο να καταγραφεί ως ελπιδοφόρα εξέλιξη, χρησιμοποιείται ήδη εργαλειακά από την κυβέρνηση Τραμπ και από την δεξιά ρητορική γενικότερα, με αποκορύφωμα την πρόσφατη δήλωση του Προέδρου των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία «το 99% των κρουσμάτων είναι ακίνδυνα».
Λίγες μέρες αργότερα ο διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων, Άντονι Φάουτσι, προειδοποιούσε τους Αμερικανούς να «μην επαναπαύονται καθόλου με το χαμήλωμα του ποσοστού θνησιμότητας», μερικές ώρες μόνο πριν ανακοινώσει στο Twitter ο Ντόναλντ Τραμπ ότι «η μείωση των θανάτων είναι δεκαπλάσια». Και οι πολιτικοί αντίπαλοί του όμως θα πρέπει να αποφεύγουν τον πειρασμό να απορρίπτουν τυφλά κάθε, μικρή έστω, θετική εξέλιξη σε σχέση με την πανδημία, από φόβο να μην δώσουν πάτημα στον Πρόεδρο.
Καταρχάς, δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή συζήτηση για τα νούμερα των κρουσμάτων και των θανάτων χωρίς να σημειωθεί προηγουμένως το (προφανές) γεγονός ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν αφότου αρρωστήσουν. Συνεπώς, υπάρχει μια χρονική καθυστέρηση που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς, ανάμεσα στην εκτόξευση κρουσμάτων και σε μια αντίστοιχη αύξηση θανάτων. Μπορεί να υπάρξει επίσης χρονική καθυστέρηση ανάμεσα στην ημερομηνία θανάτου και στην ημερομηνία έκδοσης πιστοποιητικού θανάτου, και ακολούθως νέα καθυστέρηση μέχρι να καταγραφεί ο θάνατος στη βάση δεδομένων της πολιτείας.
Η διαρκής επέκταση των τεστ φανερώνει περισσότερα κρούσματα αλλά συγχρόνως και ηπιότερα κρούσματα, καθώς και κρούσματα που είχαν εμφανιστεί αρκετά νωρίτερα.
Είναι πολύ πιθανό τα πολλά κρούσματα να προμηνύουν ραγδαία αύξηση των θανάτων στο κοντινό μέλλον, υπάρχουν όμως τρεις παράγοντες που επιτρέπουν την εκτίμηση ότι η αύξηση αυτή δεν θα είναι αντίστοιχη με αυτή του Απριλίου: οι ασθενείς είναι νεότεροι, η διαχείριση στα νοσοκομεία πιο αποτελεσματική και, τέλος, το καλοκαίρι φαίνεται να επιδρά θετικά μέχρι ένα σημείο.
Ο τυπικός ασθενής της COVID-19 γίνεται όλο και νεότερος.
Αυτό ίσως είναι τούτη τη στιγμή το πιο σημαντικό στοιχείο στην εξέλιξη της πανδημίας. Στη Φλόριντα, η οποία σπάει διαρκώς ρεκόρ κρουσμάτων, ο μέσος όρος ηλικίας των κρουσμάτων έπεσε από τα 65 χρόνια στα τέλη Μαρτίου στα 35 στα τέλη Ιουνίου. Τα κρούσματα βεβαίως είναι πλέον πολύ περισσότερα, όμως η πτώση του μέσου όρου ηλικίας των κρουσμάτων είναι γεγονός, παρότι είναι δύσκολο να εξηγηθεί ακριβώς το πού οφείλεται.
Ίσως οι ηλικιωμένοι είναι πολύ πιο προσεκτικοί αντίθετα με τους νέους που σύμφωνα με πολλά ειδησεογραφικά μέσα στριμώχτηκαν στα μπαρ και στους κλειστούς χώρους ψυχαγωγίας αμέσως μόλις επετράπη ξανά η λειτουργία τους. Ίσως πάλι, η βιασύνη της πολιτείας για άμεση επανέναρξη της οικονομίας έσπρωξε πολλούς νέους ανθρώπους σε εργασιακά περιβάλλοντα όπου μολύνθηκαν από τον ιό.
Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν μεγάλο λάθος να αντιμετωπιστεί η μετατόπιση της ασθένειας σε νεότερους φορείς ως θετική εξέλιξη. Ακόμα κι αν οι ίδιοι την περάσουν με ήπια συμπτώματα την ασθένεια και νοιώθουν οι ίδιοι μια χαρά, είναι πιθανό να προκληθεί χρόνια βλάβη σε ζωτικά όργανα και ειδικά στους πνεύμονες. Μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια σε πιο ευάλωτους ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να καταλήξουν στην εντατική. Επίσης, αν εξαπλωθεί κι άλλο σε νεότερες ηλικίες η ασθένεια, ενδεχομένως αυτό να οδηγήσει σε κλείσιμο πολλών ακόμα επιχειρήσεων, ρίχνοντας έτσι στο τεράστιο ήδη καθαρτήριο της ανεργίας περισσότερα εκατομμύρια ανθρώπων.
Εμφανίζεται μείωση στη συχνότητα θανάτων των ασθενών που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία.
Αυτό σημαίνει ίσως καλύτερη διαχείριση της ασθένειας σε σχέση με το χάος που επικρατούσε τους πρώτους μήνες εξάπλωσης της πανδημίας. Αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία που προκύπτουν από τα νοσοκομεία στην Βρετανία και την Ιταλία, από τη στιγμή πλέον που δεν πλημμύριζαν από ασθενείς. Γι' αυτό ακριβώς το «ίσωμα της καμπύλης» δεν είναι απλά ένα επικοινωνιακό σλόγκαν, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει αν τα νοσοκομεία γεμίσουν ξανά.
Το καλοκαίρι βοηθάει – όχι πολύ όμως.
Το πέρασμα στο καλοκαίρι έθεσε ίσως εκτός εξίσωσης άλλες ασθένειες που αδυνατίζουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα τους ψυχρότερους μήνες. Οι άνθρωποι στο Βόρειο Ημισφαίριο απορροφούν το καλοκαίρι περισσότερη Βιταμίνη D, γεγονός που ενδεχομένως περιορίζει τη θνησιμότητα που προκαλεί η COVID-19. Ο ιός μπορεί να έχει μεταλλαχτεί σε κάτι πιο μεταδοτικό, αλλά λιγότερο θανατηφόρο, στοιχείο που ίσως εξηγεί εν μέρει – σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η πιο αποτελεσματική διαχείριση της ασθένειας στα νοσοκομεία – μια αύξηση των κρουσμάτων η οποία όμως δεν μεταφράζεται σε αύξηση των θανάτων.
Καθώς, τέλος, όλο και περισσότεροι (ελπίζει κανείς) άνθρωποι φοράνε μάσκες και μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε ανοιχτούς χώρους, ενδέχεται να έρχονται σε επαφή με μικρότερες δόσεις ιικού φορτίου. Αν δεχτούμε, όπως μας λένε κάποιοι επιδημιολόγοι, ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στην ποσότητα του ιικού φορτίου και στην ισχύ με την οποία εμφανίζεται η ασθένεια στον οργανισμό, είναι πιθανό η αύξηση των κρουσμάτων (χωρίς αντίστοιχου μεγέθους αύξηση των θανάτων) να ενισχύεται από την αύξηση τέτοιων κρουσμάτων «χαμηλής» (αλλά όχι θανατηφόρας) δόσης.
Με στοιχεία από το Atlantic