Η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία έχει φέρει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία αντιμέτωπη με σοβαρές ελλείψεις σε κρίσιμα υλικά, όπως η πυρίτιδα, τα εκρηκτικά και οι προωθητικές ύλες, σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ του Bloomberg.
Εργοστάσια όπως το Nitrochemie Aschau της Rheinmetall στη Βαυαρία λειτουργούν πλέον σε 24ωρη βάση, έχοντας αυξήσει την παραγωγική τους ικανότητα κατά 60% και με στόχο επιπλέον αύξηση 40% έως τα μέσα του 2025. Η ανάγκη για μαζική παραγωγή βλημάτων και οπλικών συστημάτων οδήγησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στη δημιουργία του προγράμματος ASAP, μέσω του οποίου διατίθενται 500 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση της παραγωγής πυρομαχικών σε χώρες-μέλη.
Ωστόσο, τα εμπόδια παραμένουν σοβαρά. Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγωγές πρώτων υλών, όπως το βαμβάκι για την παραγωγή νιτροκυτταρίνης (guncotton), το οποίο προέρχεται κυρίως από την Κίνα. Οι υποδομές παραγωγής προωθητικών και εκρηκτικών υλών είναι περιορισμένες, με μόνο ένα μεγάλο εργοστάσιο TNT στην Πολωνία και μικρό αριθμό μονάδων σε λειτουργία. Επιπλέον, αυστηροί κανονισμοί και γραφειοκρατικές καθυστερήσεις περιπλέκουν τη μεταφορά και αποθήκευση των υλικών αυτών, επιβαρύνοντας την εφοδιαστική αλυσίδα.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδιάζει νέο πακέτο χρηματοδότησης ύψους 150 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, καθώς και 1,5 δισ. ευρώ για επενδύσεις στη στρατιωτική βιομηχανία την περίοδο 2025–2027. Ωστόσο, αναλυτές προειδοποιούν ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο χρηματοδοτικό: η μετάβαση από πολιτική σε στρατιωτική παραγωγή απαιτεί τεχνική εξειδίκευση, επενδύσεις και απλοποίηση των κανονισμών.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται να κινηθούν άμεσα, καθώς η Ρωσία, λειτουργώντας πλέον ως οικονομία πολέμου, μπορεί να ενισχύσει την παραγωγή της χωρίς τους περιορισμούς της φιλελεύθερης αγοράς. Όπως σημειώνουν ειδικοί της αμυντικής πολιτικής, η Ευρώπη πρέπει να επιταχύνει ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα: παραγωγή, εφοδιασμό, επενδύσεις και στρατηγική προσαρμογή σε ένα νέο γεωπολιτικό τοπίο.