Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι χώρες κατά κανόνα αποτυγχάνουν να «παράξουν» αρκετά παιδιά προκειμένου να διατηρήσουν σταθερό τον αριθμό του πληθυσμού τους. Με εξαίρεση τη Γαλλία.
Η συγκεκριμένη χώρα κατέγραψε τον υψηλότερο αριθμό γεννήσεων (799.700) το 2015 και το υψηλότερο ποσοστό γονιμότητας (ο μέσος αριθμός γεννήσεων στη ζωή μιας γυναίκας) στην ΕΕ, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat. Το ποσοστό γονιμότητας της Γαλλίας ήταν αυτό που πλησίαζε περισσότερο το μαγικό νούμερο 2.1- ο μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα που χρειάζεται μια σύγχρονη κοινωνία για να αντικαταστήσει τον πληθυσμό της.
Το μέσο ποσοστό γονιμότητας στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή ένωση κυμάνθηκε περίπου στο 1.58 το 2015, σημειώνοντας ελαφρά αύξηση από το 1.46 που ήταν το 2001. Οι Πολωνία, Κύπρος και Πορτογαλία βρίσκονται στον πάτο της ανάλογης λίστας με το ποσοστό γονιμότητας να βρίσκεται στο 1.32, 1.32, και 1.31 αντίστοιχα. Από το 2001 μέχρι το 2015, η Κύπρος, η ΠΓΔΜ και το Λουξεμβούργο κατέγραψαν την μεγαλύτερη συρρίκνωση τον συγκεκριμένο τομέα.
Την ίδια στιγμή, Λετονία, Τσεχία και Λιθουανία διαπίστωσαν την μεγαλύτερο άνοδο στα ποσοστά γονιμότητας στο διάστημα 2001- 2015.
Ο Richard Jackson, πρόεδρος του μη κερδοσκοπικού think tank «Global Aging Institute», λέει πως ένα ποσοστό γονιμότητα μεταξύ 1.8 και 2.0 μαζί με μικρή βοήθεια από την καθαρή μετανάστευση είναι η «χρυσή τομή», που πρακτικά σημαίνει όχι ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού αλλά ούτε και δραματική μείωση. «Υπάρχουν δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές Ευρώπες δημογραφικά», εξηγεί ο Jackson, κι εκείνες με χαμηλά ποσοστά γονιμότητας αντιμετωπίζουν οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Η Γαλλία και χώρες της βόρειας Ευρώπης πλησιάζουν πολύ στο 2.0, ενώ η άλλη ομάδα έχει ποσοστά της τάξης του 1.5 ή και χαμηλότερα.
Για παράδειγμα η Γερμανία, που έχει ποσοστό γονιμότητας 1.5, προβλέπεται πως θα έχει απώλεια στον πληθυσμό της μέχρι το 2060 περίπου 8 με 13 εκατομμυρίων ανθρώπων. Η μερίδα των Γερμανών που εργάζονται (ηλικία 20 έως 64 ετών) αναμένεται να συρρικνωθεί από το σχεδόν 60% που καταλαμβάνει σήμερα στο 50% μέχρι το 2060. Κι ούτε η εισροή εκατομμυρίων προσφύγων δεν πρόκειται να ανατρέψει την τάση.
Το προβάδισμα της Γαλλίας αποδίδεται εν μέρει στον ρόλο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με τον Jackson. Όπως υποστηρίζει, όσες χώρες διευκολύνουν τις γυναίκες στο να ισορροπούν ανάμεσα στην επιθυμία τους να εργάζονται και σε εκείνη του να κάνουν οικογένεια, καταγράφουν τελικά και τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας.
Ανάμεσα στις πολιτικές που έχει υιοθετήσει η Γαλλία υπέρ των γεννήσεων, συγκαταλέγεται η μετ' αποδοχών άδεια πατρότητας, οι εγγυήσεις εργασίας, ώστε μια μητέρα να μπορεί αν επιστρέψει στην δουλειά της από την οποία έφυγε προσωρινά λόγω εγκυμοσύνης, και η χρηματοδότηση της φροντίδας των παιδιών. Ωστόσο,όπως παρατηρεί, τέτοιου είδους πολιτικές έχουν «κακό προηγούμενο» στην Ευρώπη. Σε πολλές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γερμανία, φασιστικά κόμματα πήραν την πρωτοβουλία να προάγουν την ιδέα της δημιουργίας μιας μεγάλης οικογένειας αλλά η σύνδεση ανάμεσα σε αυτό και τον φασισμό, κατάφερε τελικά αντίθετα αποτελέσματα- συρρίκνωση του πληθυσμού αντί για αύξηση.