Μέρες μετά από έναν ισχυρό σεισμό 7,7 Ρίχτερ που έπληξε το κέντρο της Μιανμάρ, γκρεμίζοντας κτίρια, παγόδες και αφαιρώντας χιλιάδες ζωές, η ζοφερή πραγματικότητα της καταστροφής έρχεται στο φως.
Σε ένα νεκροταφείο στο Sagaing, μια πόλη στο κέντρο της Μιανμάρ που βρίσκεται στο επίκεντρο του σεισμού, τα πτώματα αρχίζουν να συσσωρεύονται, μεταδίδει ο Guardian σε οδοιπορικό του: «Τα πτώματα εκπέμπουν μια άσχημη μυρωδιά από χθες. Σήμερα, δεν περιγράφεται. Τα πτώματα δεν μπορούν να απομακρυνθούν ακόμα από την πόλη και οι ομάδες διάσωσης δεν έχουν φτάσει», λέει ο Aye Moe, 20 ετών, κάτοικος Sagaing.
Επισήμως, ο αριθμός των νεκρών από τον σεισμό ξεπέρασε τους 2.000. Ανεπίσημα, πολλοί φοβούνται ότι μπορεί να είναι χιλιάδες περισσότεροι. Το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο εκτίμησε ότι οι θάνατοι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τους 10.000.
«Πρέπει να θάψουν ανθρώπους βάζοντας 10 πτώματα σε κάθε τάφο», λέει ο Aye Moe για την κατάσταση στο Sagaing. «Όταν δεν θα υπάρχει αρκετός χώρος εκεί, θα πρέπει να τους μεταφέρουν στο Mandalay για αποτέφρωση, αλλά δεν υπάρχουν και αρκετές υποδομές, ούτε εκεί».

Μιανμάρ: Περιορισμένη η ενημέρωση λόγω της χούντας
Η πρόσβαση στη Μιανμάρ, τα αχανή σύνορα της οποίας ελέγχονται από ένα συνονθύλευμα εθνοτικών ένοπλων οργανώσεων, έχει περιοριστεί στα ξένα μέσα ενημέρωσης από τότε που ο στρατός κατέλαβε τον έλεγχο της χώρας με πραξικόπημα τον Φεβρουάριο του 2021.
Η κάλυψη των στρατιωτικών θηριωδιών που ακολούθησαν στον εμφύλιο πόλεμο οδήγησε πολλούς δημοσιογράφους από τη Μιανμάρ να αναγκαστούν να εξοριστούν στη γειτονική Ταϊλάνδη, περιπλέκοντας τη ροή των πληροφοριών – πρώτα για τη σύγκρουση και τώρα για την καταστροφή.
Όμως όσο περνούν οι μέρες, περισσότερες λεπτομέρειες έρχονται στο φως.
«Τα πάντα αντιμετωπίζονται μέσω της χούντας. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τον ακριβή αριθμό των νεκρών», λέει ο Aye Moe. «Στο κεντρικό νοσοκομείο, υπάρχουν και ασθενείς και πτώματα, και γίνεται αδύνατον να διαχειριστεί κάποιος την κατάσταση. Δεν υπάρχει ανθρώπινο δυναμικό και δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου νέοι - κάποιοι έχουν καταφύγει στο δάσος, άλλοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα».
Στο Sagaing, ο Aye Moe λέει ότι οι ομάδες διάσωσης δεν είχαν φτάσει ακόμη μέχρι τη Δευτέρα.

«Υπάρχουν παγιδευμένοι και δεν μπορούμε να τους ανασύρουμε έξω»
Η Aung Gyi, 25 ετών, άλλη κάτοικος Sagaing, λέει: «Όλοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες». Η πόλη, λέει, έχει μετατραπεί σε «ερείπια» με ανθρώπους απελπισμένους για βασικές προμήθειες όπως τρόφιμα, νερό και κουνουπιέρες.
«Το κύριο πρόβλημα είναι ότι διώροφα και τριώροφα κτίρια έχουν καταρρεύσει και οι άνθρωποι που έχουν παγιδευτεί από κάτω δεν μπορούν να ανασυρθούν», λέει, προσθέτοντας ότι μία από τις κύριες γέφυρες του Sagaing έχει καταστραφεί, εμποδίζοντας τη διέλευση των βαρέων οχημάτων που χρειάζονται για τις επιχειρήσεις διάσωσης.

«Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμα είναι τι γίνεται στις ορεινές περιοχές», προσθέτει. «Και πολλά μοναστήρια δεν έχουν ελεγθεί ακόμη».
Βοήθεια έκτακτης ανάγκης και ομάδες εργαζομένων διάσωσης από χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και από τη Νοτιοανατολική Ασία αρχίζουν να εισρέουν στη χώρα, κυρίως μέσω της πρωτεύουσας Νάιπιντάου. Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία η βοήθεια φτάνει περιπλέκεται όχι μόνο από τις καταστροφές που προκλήθηκα από τον σεισμό, αλλά και από την ίδια τη χούντα, που προσπαθεί να διατηρηθεί ισχυρή.
Οι επιπτώσεις από τον σεισμό της Μιανμάρ έχουν κατακλύσει τμήματα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, δήλωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με τις επιχειρήσεις διάσωσης να αντιμετωπίζουν «σημαντικά εμπόδια, όπως κατεστραμμένους δρόμους, κατεστραμμένες γέφυρες, ασταθείς επικοινωνίες και τις πολυπλοκότητες που σχετίζονται με εμφύλιες συγκρούσεις», ανέφερε ο ΠΟΥ σε μια ενημέρωση.
Στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μιανμάρ, το Μανταλέι, πλάνα της οποίας δείχνουν τμήματα ισοπεδωμένα σε ένα συνονθύλευμα τούβλων και ερειπίων, οι άνθρωποι κοιμούνται στο δρόμο φοβούμενοι τους μετασεισμούς που πλήττουν όλο και περισσότερα κτίρια.
«Οι άνθρωποι προσπαθούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον», λέει η Δρ Νανγκ Γουίν, μια γιατρός από τη Μιανμάρ που έχει την έδρα της στην Αυστραλία, η οποία προσπαθεί να βοηθήσει τους συγγενείς, τους συναδέλφους και τους φίλους της στην πόλη. «Το σύστημα από την αρχή δεν έχει στηθεί, δεν υπάρχει σχεδιασμός για αντιμετώπιση καταστροφών».
Κάποια βοήθεια έχει αρχίσει να φτάνει στην πόλη, λέει, με τους συναδέλφους της να δημιουργούν επίσης αυτοσχέδιες κλινικές. Ωστόσο, οι καθυστερήσεις στην επείγουσα βοήθεια, λέει, έχουν ήδη προκαλέσει ακόμη περισσότερες απώλειες ζωών στη Μιανμάρ.
«Οι 1.700, δεν είναι ο πραγματικός αριθμός των νεκρών», λέει, «ακόμη και σε μια πόλη μόνο, στο Μανταλέι, είναι περισσότεροι».
Με πληροφορίες από Guardian