Η Volkswagen συμφώνησε να καταβάλει τουλάχιστον 1,26 δισεκ. δολάρια για την επισκευή ή την επαναγορά περίπου 80.000 ρυπογόνων οχημάτων με τρίλιτρους κινητήρες ντίζελ αυτοκινήτων – και θα μπορούσε να αναγκαστεί να πληρώσει πάνω από 4 δισεκ. δολάρια εάν οι ρυθμιστικές αρχές δεν εγκρίνουν τις επισκευές για όλα τα οχήματα, σύμφωνα με δικαστικά έγγραφα που κατατέθηκαν αργά χθες.
Τον Δεκέμβριο, η VW είπε ότι συμφώνησε να επαναγοράσει 20.000 οχήματα και αναμένεται να προχωρήσει στην επισκευή άλλων 60.000. Τα έγγραφα του διακανονισμού δείχνουν ότι εάν οι ρυθμιστικές αρχές δεν εγκρίνουν την επισκευή για όλα τα οχήματα, θα μπορούσε να αυξηθεί το κόστος για τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο διακανονισμός δείχνει ότι οι ιδιοκτήτες των οχημάτων με τρίλιτρους κινητήρες που επέλεξαν τη λύση των τεχνικών επιδιορθώσεων θα λάβουν αποζημίωση μεταξύ 7.000 δολαρίων και 16.000 δολαρίων από τη Volkswagen – και η αυτοκινητοβιομηχανία θα καταβάλει επιπλέον 500 δολάρια εάν οι επιδιορθώσεις αυτές επηρεάσουν τις επιδόσεις του οχήματος. Οι ιδιοκτήτες που επιλέγουν την επαναγορά θα λάβουν 7.500 δολάρια επιπλέον της αξίας του οχήματος.
Παράλληλα, η γερμανική εταιρία κατασκευής εξαρτημάτων για αυτοκίνητα Robert Bosch GmbH συμφώνησε να καταβάλει 327,5 εκατ. δολάρια για να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες των ρυπογόνων αμερικανικών οχημάτων.
Η VW είχε προηγουμένως συμφωνήσει να δαπανήσει έως 10,03 δισεκ. δολάρια για να επαναγοράσει 475.000 ρυπογόνα οχήματα με δίλιτρους κινητήρες αφού παραδέχθηκε ότι είχε εγκαταστήσει κρυφό λογισμικό που παραποιούσε τις δοκιμές για τις εκπομπές ρύπων.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η Bosch θα καταβάλει 163,3 εκατ. δολάρια για να καλύψει τις αξιώσεις των ιδιοκτητών οχημάτων με δίλιτρους κινητήρες, με τους περισσότερους εξ αυτών να λαμβάνουν 350 δολάρια έκαστος, ενώ οι ιδιοκτήτες των οχημάτων με τρίλιτρους κινητήρες θα μοιραστούν 113,3 εκατ. δολάρια. Οι περισσότεροι από τους ιδιοκτήτες των οχημάτων με τρίλιτρους κινητήρες θα λάβουν 1.500 δολάρια από την Bosch.
Η ακροαματική διαδικασία για την έγκριση του διακανονισμού θα πραγματοποιηθεί ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστή στο Σαν Φρανσίσκο στις 14 Φεβρουαρίου.