Εξεταστική επιτροπή που ερευνούσε για το σκάνδαλο πρώην οικοτροφείων που φιλοξενούσαν ανύπαντρες μητέρες και τα βρέφη τους στην Ιρλανδία, διαπίστωσε ότι από τη δεκαετία του 1920 έως το 1990, συνολικά 9.000 βρέφη και παιδιά πέθαναν κατά τη διαμονή τους σε αυτά τα ιδρύματα υπό τη διεύθυνση της Καθολικής Εκκλησίας της χώρας.
Η έκθεση, η οποία ερεύνησε 18 αποκαλούμενα οικοτροφεία για μητέρες και βρέφη, όπου οι έγκυες γυναίκες κρύβονταν από την κοινωνία για δεκαετίες, είναι η τελευταία έκθεση σε μια σειρά που έχουν ανατεθεί από την κυβέρνηση και αποκαλύπτουν ορισμένες από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας.
Συγγενικά πρόσωπα κατηγορούσαν ότι τα βρέφη είχαν υποστεί κακομεταχείριση επειδή γεννήθηκαν από ανύπαντρες γυναίκες, οι οποίες, όπως τα παιδιά τους, θεωρούνταν στίγμα στην εικόνα της Ιρλανδίας ως ένα ευσεβές καθολικό κράτος.
Κρατικά αρχεία δείχνουν ότι το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών σε αυτά τα οικοτροφεία όπου δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων θυμάτων βιασμού, στάλθηκαν να γεννήσουν, ήταν συχνά πενταπλάσιο συγκριτικά με το ποσοστό εκείνων που γεννήθηκαν από παντρεμένους γονείς.
Διαχειριζόμενα από μοναχές και το ιρλανδικό κράτος, αυτά τα ιδρύματα, που λειτουργούσαν έως το 1998, δέχονταν νεαρά κορίτσια και νεαρές γυναίκες που είχαν απορριφθεί από τις οικογένειές τους. Θεωρούμενα νόθα, τα παιδιά που γεννήθηκαν εκεί χωρίζονταν συχνά από τις μητέρες τους και στη συνέχεια δίνονταν για υιοθεσία, διακόπτοντας όλους τους δεσμούς με τις βιολογικές οικογένειές τους.
Ο πρωθυπουργός Μίχαλ Μάρτιν ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει επίσημη «συγγνώμη» εκ μέρους του ιρλανδικού κράτους από όσους επλήγησαν από το σκάνδαλο, θα παράσχει οικονομική στήριξη και θα εισαγάγει νόμους για την υποστήριξη της εκταφής και, όπου είναι δυνατόν, του εντοπισμού λειψάνων, ανέφερε η κυβέρνηση σε ανακοίνωσή της.
Η έκθεση περιγράφει ένα «σκοτεινό και ντροπιαστικό κεφάλαιο στην πρόσφατη ιστορία της Ιρλανδίας», είπε ο πρωθυπουργός και επισήμανε την «κουλτούρα του μισογυνισμού» που γνωρίζει η χώρα για «αρκετές δεκαετίες». Υπογράμμισε ιδιαίτερα τη «σοβαρή και συστηματική διάκριση κατά των γυναικών, ιδίως εκείνων που γέννησαν εκτός γάμου».
«Είχαμε μια εντελώς παραμορφωμένη στάση απέναντι στη σεξουαλικότητα και την ιδιωτικότητα», μια «δυσλειτουργία» για την οποία «οι νέες μητέρες και οι γιοι και οι κόρες τους» σε αυτά τα ιδρύματα «αναγκάστηκαν να πληρώσουν ένα φοβερό τίμημα», πρόσθεσε ο Μάρτιν.
«Η έκθεση καθιστά ξεκάθαρο ότι εδώ και δεκαετίες, η Ιρλανδία είχε μια ασφυκτική, καταπιεστική και βάναυση κουλτούρα μισογυνισμού, όπου ένας διάχυτος στιγματισμός ανύπαντρων μητέρων και των παιδιών έκλεψε από αυτούς τους ανθρώπους την ελευθεροβουλία τους και μερικές φορές το μέλλον τους», δήλωσε ο υπουργός αρμόδιος για θέματα παιδικής ηλικίας, Ρόντερικ Ο' Γκόρμαν.
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέγεθος της τραγωδίας και του αβάσταχτου πόνου πίσω από αυτόν τον αριθμό των 9.000 παιδιών και βρεφών», πρόσθεσε ο Ο' Γκόρμαν.
Η επιτροπή συγκροτήθηκε για να ρίξει φως στο υψηλό επίπεδο της παιδικής θνησιμότητας σε αυτά τα πρώην ιδρύματα για το διάστημα μεταξύ του 1922 και του 1998. Ο αριθμός των 9.000 θανάτων αντιπροσωπεύει το 15% των 57.000 παιδιών που πέρασαν από αυτά τα ιδρύματα κατά την περίοδο που ερεύνησε η εξεταστική επιτροπή. «Όλη η κοινωνία ήταν συνένοχη», δήλωσε ο επικεφαλής της κυβέρνησης.
Η έρευνα άρχισε πριν από έξι χρόνια μετά την αποκάλυψη στοιχείων που εντόπισε σε έναν μαζικό τάφο στο Τουάμ, στη δυτική Ιρλανδία, η ιστορικός Κάθριν Κόρλες, η οποία είπε ότι την στοίχειωναν παιδικές αναμνήσεις από κοκαλιάρικα παιδιά που διέμεναν σε ένα από τα οικοτροφεία.
Βρέθηκαν οστά από 802 παιδιά, τα οποία όπως δηλώνει η ιστορικός ήταν νεογέννητα έως τριών ετών, που θάφτηκαν μεταξύ του 1925 και του 1961 στο οικοτροφείο εκεί, σύμφωνα με ενδιάμεση έκθεση του 2017.
Η φήμη της Εκκλησίας στην Ιρλανδία έχει κηλιδωθεί από σειρά σκανδάλων για παιδόφιλους ιερείς, κακοποιήσεις σε πτωχοκομεία, αναγκαστικές υιοθεσίες βρεφών και άλλα οδυνηρά θέματα.
Ο Πάπας Φραγκίσκος ζήτησε «συγχώρεση» για τον ρόλο της Εκκλησίας στα σκάνδαλα κατά τη διάρκεια της πρώτης παπικής επίσκεψης στη χώρα το 2018, μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, AFP