Η Κομισιόν υπέγραψε σύμβαση με τη φαρμακευτική εταιρεία Eli Lilly, για την προμήθεια θεραπειών μονοκλωνικών αντισωμάτων για ασθενείς με κορωνοϊό.
Η συγκεκριμένη θεραπεία είναι στη διαδικασία της κυλιόμενης αξιολόγησης από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA). Συνολικά 18 χώρες- μέλη υπέγραψαν την κοινή σύμβαση με την εταιρεία, για την αγορά έως και 220.000 θεραπειών.
Το σκεύασμα της Eli Lilly αποτελεί συνδυασμό δύο μονοκλωνικών αντισωμάτων (bamlanivimab και etesevimab) για θεραπεία σε ασθενείς με κορωνοϊό που δεν χρειάζονται οξυγόνο, αλλά διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για σοβαρή νόσηση.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι πρωτεΐνες οι οποίες δημιουργήθηκαν σε εργαστήριο, που μιμούνται την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να καταπολεμήσει τον κορωνοϊό. Συνδέονται με την πρωτεΐνη ακίδα και έτσι εμποδίζουν την προσκόλληση του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα, εξηγεί η Κομισιόν.
Με βάση την κοινή σύμβαση προμηθειών με την Eli Lilly, οι χώρες- μέλη μπορούν να αγοράσουν τον συνδυαστικό προϊόν αν και όταν χρειαστεί, μόλις λάβει είτε έγκριση υπό όρους σε επίπεδο ΕΕ από τον EMA, ή άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης στο ενδιαφερόμενο κράτος- μέλος.
«Πάνω από το 73% του ενήλικου πληθυσμού της ΕΕ είναι πλέον πλήρως εμβολιασμένοι και αυτό το ποσοστό θα αυξηθεί. Όμως, τα εμβόλια δεν μπορεί να είναι η μόνη μας απάντηση στον κορωνοϊό», δήλωσε η Επίτροπος Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου.
«Οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να μολύνονται και να νοσούν. Πρέπει να συνεχίσουμε το έργο μας για την πρόληψη της ασθένειας με τα εμβόλια και παράλληλα να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε με θεραπευτικά μέσα», συμπλήρωσε και πρόσθεσε ότι με τη σύμβαση που υπεγράφη σήμερα ολοκληρώθηκε η τρίτη προμήθεια, στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για θεραπευτικά μέσα, προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση σε φάρμακα σύγχρονης τεχνολογίας για ασθενείς με κορωνοϊό.
Ενώ ο εμβολιασμός παραμένει το ισχυρότερο «ατού» ενάντια στον ιό και τις μεταλλάξεις του, τα θεραπευτικά μέσα παίζουν κρίσιμο ρόλο στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού, επισημαίνει η Κομισιόν στην ανακοίνωσή της. «Βοηθούν να σωθούν ζωές, να επιταχυνθεί ο χρόνος ανάρρωσης, να μειωθεί ο χρόνος νοσηλείας και τελικά να μειωθεί η επιβάρυνση των συστημάτων υγείας», αναφέρει ακόμη.