Και ο Τζόρτζιο Αρμάνι κλαίει. Σε συνέντευξή του στον Τιμ Μπλανκς του CNN, ο ζωντανός θρύλος της παγκόσμιας μόδας μιλά για μόδα, την οδύνη της σημερινής ζωής, την παγίδα της νοσταλγίας και τον χρόνο «που είναι εχθρός».
«Πρέπει να ξεχάσω πως είμαι 88 χρόνων, αλλιώς τελείωσε» δηλώνει. «Πρέπει να προσπαθώ σαν να ξεκίνησα σήμερα και αυτό είναι πρόβλημα όταν ξυπνάω το πρωί, είμαι 88 και είναι δύσκολο» προσθέτει.
Ο ίδιος, μετά από δεκαετίες στην πρώτη γραμμή της μόδας, μια παγκόσμια αυτοκρατορία, μια τεράστια περιουσία δισεκατομμυρίων και αμέτρητα βραβεία, επιμένει να παραμένει σε μια διαρκή κατάσταση ανικανοποίητου και πολύ περισσότερο σε διαρκή κίνηση: Δεν ικανοποιούμαι γιατί θέλω η δουλειά μου να εκτιμάται, όχι να παίρνω ένα βραβείο για ό,τι κάνω, όχι να έχω μια αναγνώριση για ό,τι πέρασε. Αυτό είναι που με ξυπνάει κάθε πρωί. Πρέπει ακόμη να αποδεικνύω πράγματα στον εαυτό μου» σημειώνει.
Ο ίδιος παραδέχτηε πως ποτέ του δεν ονειρεύτηκε τόσο πολύ στη ζωή του, δύο και τρία όνειρα τη νύχτα, όμως ακόμη και στον ύπνο νιώθει ανικανοποίητος. «Κάποιες φορές ονειρεύομαι πως κάνω μια ωραία επίδειξη και, όταν ξυπνάω, είμαι τόσο θυμωμένος γιατί ήταν απλώς ένα όνειρο».
Ο φόρτος εργασίας και η πίεση παραμένουν απαράλλαχτα. Πώς ξεκινά η σεζόν; «Με ένα λευκό κομμάτι χαρτί μπροστά μου και τα χέρια μου στα μαλλιά μου» λέει με θλίψη. «Έπειτα, ξεχνάω τα κακά του χθες και κοιτάζω αυτό που συμβαίνει τώρα. Βλέπω τη δουλειά των συνεργατών μου. Και κάποιες φορές εκπλήσσομαι ευχάριστα, άλλες δυσάρεστα».
Παρά το μέγεθος και τη φύση της δουλειάς, ο Ιταλός σχεδιαστής μόδας δε ζει αποκομμένος από την καθημερινότητα, που κυριαρχείται από τον πόλεμο, την πανδημία, την ανεξέλεγκτη πολιτική και οικονομική αστάθεια και την περιβαλλοντική καταστροφή. Ο ίδιος επλήγη εξαιρετικά από τον πόλεμο στην Ουκρανία, κι όχι μόνο οικονομικά.
Οι μνήμες ενός παλιού τραύματος ξύπνησαν. Λόγω μιας δικής του προσωπικής εμπειρίας από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεγάλωσε στην Πιασέντσα, μια μικρή πόλη στα νοτιοανατολικά του Μιλάνου, και έχει ακόμη έντονη τη μνήμη να τρέχει στον τοπικό κινηματογράφο για να βρει καταφύγιο από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Όταν ήταν 9, εκείνος κι οι φίλοι του βρήκαν μια σακούλα με μπαρούτι. Ενώ έπαιζαν μ'αυτό, εξερράγη. Πέρασε έξι εβδομάδες στο νοσοκομείο, έφτασε στο χείλος του θανάτου. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, το δέρμα στο ένα του πόδι, φέρει ακόμη το αποτύπωμα της αγκράφας του παπουτσιού του.
«Όταν βλέπω τις ειδήσεις και τις εικόνες οδύνης, νιώθω πως ό,τι κάνω, δεν έχει καμία σημασία» λέει. «Αυτό είναι το δύσκολο με τη δουλειά μου, αλλά πρέπει να νικήσω αυτό το συναίσθημα, γιατί αυτού του είδους το φρένο δε με αφήνει να δημιουργήσω. Κι έχω ένα παράδειγμα: Το πρόσφατο γυναικείο ντεφιλέ, αυτό στο οποίο αποφάσισα να μην έχει μουσική. Ήταν μόλις λίγες ημέρες μετά την έναρξη του πολέμου, έκανα μια συνέντευξη Τύπου στην αίθουσα αυτή. Ρωτήθηκα για τη μόδα και εκείνη τη στιγμή, απλώς δεν μπορούσα να μιλήσω για τη μόδα». Η μεταφράστριά του, η Ανούσκα, παρεμβαίνει: «Ήμουν εκεί και μπορώ να πω με ειλικρίνια, ο κ. Αρμάνι άρχισε να κλαίει».
Τα δάκρυα δεν είναι κάτι που μοιάζει να ταιριάζει σε έναν άνθρωπο όπως ο Τζόρτζιο Αρμάνι. Εδώ και πέντε δεκαετίες, το μεγάλο κίνητρό του είναι το εξής: «Είναι σημαντικό να μη ζεις με τη νοσταλγία, να μην κάνεις τίποτα αχρείαστο και, κυρίως, να καινοτομείς, αλλά πάντα να έχεις στο μυαλό σου πως πρέπει να προσπαθείς και να κάνεις γυναίκες και άνδρες να νιώθουν άνετα, να νιώθουν ωραία με τα ρούχα τους» εξηγεί.
Ο ίδιος παραδέχεται πως, αν μπορούσε να ξαναζήσει τη ζωή του, θα έκανε τα πράγματα αλλιώς. «Ναι, θα άλλαζα συγκεκριμένα πράγματα. Συνειδητοποίησα πως δεν έχω πραγματικά φίκους, εκτός από τους στενούς συγγενείς και τους ανθρώπους μου στην εταιρεία. Τους φίλους πρέπει να τους καλλιεργείς, να τους προκαλείς» λέει.
«Η μεγάλη μου μάχη είναι με το χρόνο. Κι όταν ο χρόνος είναι εχθρός σου, δεν θέλεις να του κάνεις τη χάρη» παραδέχεται.
Με πληροφορίες από CNN