Αποζητώντας διεθνή αναγνώριση μετά την ανάληψη εξουσίας στο Αφγανιστάν, οι ηγέτες των Ταλιμπάν ανακοίνωσαν σε αγρότες πως θα πρέπει να σταματήσουν να καλλιεργούν παπαρούνες για την παραγωγή οπίου.
Και μόνο η προαναγγελία της απαγόρευσης ήταν αρκετή για να τινάξει στα ύψη τις τιμές του οπίου, από την επεξεργασία του οποίου παράγεται η ηρωίνη.
Όπως μεταδίδει η Wall Street Journal, εκπρόσωποι των Ταλιμπάν ενημερώνουν καλλιεργητές για την απαγόρευση, μιλώντας σε συγκεντρώσεις χωριών στη νότια επαρχία του Κανταχάρ, που είναι από μία τις περιοχές με την μεγαλύτερη παραγωγή οπίου, με βασικό ρόλο στην τοπική οικονομία.
Η τελευταία εξέλιξη έρχεται λίγες ημέρες μετά την δέσμευση του εκπροσώπου των Ταλιμπάν, Ζαμπιουλάχ Μουτζαχίντ, που στη συνέντευξη τύπου της 18ης Αυγούστου έλεγε ότι οι νέοι ηγέτες της χώρας δεν θα επιτρέψουν το εμπόριο ναρκωτικών. Ωστόσο ο Μουτζαχίντ δεν έδωσε λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς οι Ταλιμπάν σκόπευαν να επιβάλλουν την απαγόρευση.
Οι ντόπιοι αγρότες στις επαρχίες Κανταχάρ, Ουρουζγκάν και Χελμάν λένε πως οι τιμές του οπίου σχεδόν τριπλασιάστηκαν από τα 70 δολάρια το κιλό σε 200 δολάρια το κιλό, εξαιτίας της αβεβαιότητας για τη μελλοντική παραγωγή. Στο Μαζάρ ε Σαρίφ, οι τιμές διπλασιάστηκαν.
Οι δυτικές κυβερνήσεις κατηγορούσαν επί δεκαετίες τους Ταλιμπάν, πως επωφελούνταν ιδιαίτερα από την βιομηχανία των ναρκωτικών, με φόρους που επέβαλαν για να χρηματοδοτήσουν την 20ετή τους ανταρσία.
Το Αφγανιστάν βρίσκεται πίσω από το 80% των παράνομων εξαγωγών οπιούχων, και η εποχή της σποράς ξεκινά σε ένα μήνα. Επί δύο δεκαετίες, οι προσπάθειες των ΗΠΑ να κάμψουν το εμπόριο ναρκωτικών του Αφγανιστάν απέτυχαν, εξαιτίας του μεγάλου πολιτικού κόστους που είχε η αποξένωση Αφγανών αγροτών, των οποίων η επιβίωση εξαρτιόταν από τις καλλιέργειες παπαρούνας.
Η WSJ σχολιάζει ότι η απόπειρα των Ταλιμπάν να κάνουν το ίδιο, θα μπορούσε να υπονομεύσει την λαϊκή υποστήριξη και να στερήσει από τη νέα κυβέρνηση μία σημαντική πηγή εσόδων, σε μία περίοδο που το Αφγανιστάν έχει αποκοπεί από το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και την ξένη βοήθεια.
«Με τους κατεστραμμένους δρόμους του Αφγανιστάν, τις ελλιπείς υποδομές αποθήκευσης και περιορισμένες διεξόδους εξαγωγών, οι παπαρούνες ήταν μία από τις λίγες καλλιέργειες που εξασφάλιζαν εισόδημα στους ντόπιους αγρότες. Το σαφράν, είναι μια άλλη επιλογή, αλλά δεν συγκρίνεται με το όπιο ως προς την κερδοφορία, ούτε ως προς την ευκολία να πωληθεί».
Πριν την αμερικανική εισβολή το 2001, όταν οι Ταλιμπάν ήταν στην εξουσία, είχαν και πάλι προσπαθήσει να απαγορεύσουν την παραγωγή οπίου, αλλά αργότερα αποφάσισαν να τιμωρούν μόνο την παραγωγή ναρκωτικών, και όχι την καλλιέργεια παπαρούνων ή το εμπόριό τους. Και τότε πάντως είχαν επέμβει δραστικά για να περιορίσουν την παραγωγή, αναζητώντας την διεθνή αναγνώριση του καθεστώτος τους.
Η Ουάσινγκτον είχε επίσης παραιτηθεί από την πάταξη του εμπορίου οπίου περί το 2010. Η Υπηρεσία για Διεθνή Ανάπτυξη προσπαθούσε να πείσει τους Αφγανούς να καλλιεργήσουν σαφράν, φιστίκια και ρόδια, αλλά οι εξαγωγικές ευκαιρίες ήταν λίγες. Πέρυσι, οι Αφγανοί αγρότες καλλιέργησαν τέσσερις φορές περισσότερες παπαρούνες για ηρωίνη, από ότι το 2002.
Και δεν είναι μόνο το όπιο και τα παράγωγά του. Στο Αφγανιστάν έχει επίσης καταγραφεί άνοδος στην μαζική παραγωγή μεθαμφεταμίνης. Στην περιοχή Μπάκουα, στο νοτιοδυτικό τμήμα του Φαρά, η παραγωγή κρυσταλλικής μέθης γνωρίζει άνθιση, σύμφωνα με τον ανεξάρτητο κοινωνικο-οικονομικό αναλυτή και ειδικό σε ζητήματα του Αφγανιστάν, David Mansfield.
Η ομάδα των ερευνητών του, έχει εντοπίσει περισσότερο από 300 ύποπτα εργαστήρια, που μπορούν να παράγουν ετησίως κρυσταλλική μέθη 240 εκατομμυρίων δολαρίων. Εκτιμάται πως περίπου 4 εκατομμύρια δολάρια κατέληξαν στους Ταλιμπάν μέσω φόρων.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal