Πέθανε σε ηλικία 78 ετών ο Ρόμπερτ Α. Ντάρστ, ο πρώην κληρονόμος μιας τεράστιας αυτοκρατορίας ακινήτων του Μανχάταν, ο οποίος καταδικάστηκε για έναν φόνο και ήταν ύποπτος για άλλους δύο.
Ο Ντάρστ πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε νοσοκομείο στο Stockton της Καλιφόρνια, σύμφωνα με τον δικηγόρο του.
Ο 78χρονος εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης στο Health Care Facility, μια φυλακή στο Stockton, για τον φόνο της φίλης του, Σούζαν Μπέρμαν.
Ο Ντάρστ είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο για εξετάσεις ωστόσο υπέστη ανακοπή και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν.
Λίγο μετά την καταδίκη του για τη δολοφονία της Μπέρμαν στο Λος Άντζελες τον Σεπτέμβριο, ο Ντάρστ διαγνώστηκε θετικός στον κορωνοϊό. Ο ιός επιδείνωσε τα πολλά ιατρικά προβλήματα που είχε, όπως είπαν οι δικηγόροι του.
«Ο Ρόμπερτ Α. Ντάρστ πέθανε νωρίς σήμερα το πρωί, ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στο Σωφρονιστικό Τμήμα της Καλιφόρνια», δήλωσε ο Τσίπ Λιούις, δικηγόρος του Νταρστ.
«Κατανοούμε ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε φυσικά αίτια που σχετίζονται με μια σειρά από ιατρικά ζητήματα που είχαμε επανειλημμένα αναφέρει στο δικαστήριο τα τελευταία δύο χρόνια».
Ήταν ύποπτος για τρεις τραγικές συνολικά και έγινε φυγάς. Ο πολυεκατομμυριούχος κληρονόμος καταδικάστηκε τον Σεπτέμβριο για τη δολοφονία της καλύτερης φίλης του Σούζαν Μπέρμαν, πριν από περισσότερα από 20 χρόνια.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε όταν ομολόγησε άθελά του τους φόνους σε μια ζωντανή ηχογράφηση που μεταδόθηκε σε ντοκιμαντέρ του HBO του 2015, «The Jinx: The Life and Deaths of Robert Durst».
Η υπόθεση Νταρστ
Πάνω από τέσσερις δεκαετίες ο Νταρστ ήταν ύποπτος ότι σκότωσε τρία άτομα: τη σύζυγό του, η οποία εξαφανίστηκε στις 31 Ιανουαρίου 1982, μετά από μια διαμάχη στο σπίτι τους στη Νέα Υόρκη, και δεν εθεάθη ποτέ ξανά, τη φίλη του Σούζαν Μπέρμαν, θύμα πυροβοιλσμού στο σπίτι της στο Benedict Canyon στο Λος Άντζελες το 2000 και τον Μόρις Μπλακ, ένας γείτονα επίσης θύμα πυροβολισμού στο διαμέρισμα του Ντάρστ στο Galveston του Τέξας το 2001.
Σε κάθε θάνατο, οι ερευνητές εντόπιζαν συνθήκες που υποδεικνύουν ότι εκείνος ήταν ο δράστης.
Ωστόσο μόνο μία υπόθεση ήταν ξεκάθαρα εναντίον του. Η δολοφονία του Μπλακ, ενός 71χρονου πρώην ναυτικού που έμενε απέναντι από το σπίτι του στο Galveston.
Ένα βράδυ, οι δύο άντρες μάλωσαν. Ο Νταρστ τράβηξε ένα πιστόλι διαμετρήματος 0,22mm. Όπως είπε ο ίδιος έπεσαν στο πάτωμα, το όπλο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα χτύπησε τον Μπλακ στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να πεθάνει επί τόπου.
Ο Νταρστ διαμέλισε το πτώμα του και πέταξε τα μέρη του στον κόλπο Galveston. Συνελήφθη με την κατηγορία του φόνου, και αφού το δικαστήριο εξέδωσε το ποσό της εγγύησης εκείνος έγινε φυγάς.
Μετά από ανθρωποκυνηγητό 45 ημερών, συνελήφθη σε ένα σούπερ μάρκετ της Πενσυλβάνια να κλέβει ένα σάντουιτς με κοτόπουλο.
Στο νοικιασμένο αυτοκίνητό του, η αστυνομία βρήκε δύο όπλα, 37.000 δολάρια σε μετρητά, μαριχουάνα και την άδεια οδήγησης του Μπλακ.
Στη δίκη του το 2003, ισχυρίστηκε ότι είχε ενεργήσει σε αυτοάμυνα και είχε πετάξει το πτώμα, στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή πανικόβλητος, φοβούμενος ότι κανείς δεν θα πίστευε την ιστορία του. Και αθωώθηκε.
Αλλά στην περίεργη υπόθεση που έκανε τον Ντανστ γνωστό στις ΗΠΑ προέκυψε και η βαθιά δυσπιστία για την εξαφάνιση της συζύγου του.
Για δεκαετίες ολόκληρες δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον του. Υπήρχαν μόνο πολλοί λόγοι για υποψίες: οι συχνοί δημόσιοι καβγάδες του ζευγαριού, οι μώλωπες για τους οποίους νοσηλευόταν η σύζυγό τους, η ιστορία από την οικογένειά της που έκανε λόγο για έκτρωση που την ανάγκασε να κάνει. Ο Νταρστ χώρισε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν κηρύχθηκε νομικά νεκρή, αν και το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ.
Παρ' όλα τα περίεργα πρωτοσέλιδα που παρακολούθησαν την εξαφάνιση της συζύγου του και τη φρικτή δολοφονία του Μπλακ, η δολοφονία της Μπέρμαν ήταν αυτή που αποκάλυψε τα πάντα.
Για χρόνια, η Μπέρμαν, δημοσιογράφος στο επάγγελμα, ήταν η εκπρόσωπος και ο πιο ένθερμος υπερασπιστής του Ντάρστ, σε αντιπαραθέσεις με δημοσιογράφους και την οικογένεια και τους φίλους της συζύγου του μετά την εξαφάνισή της.
Ωστόσο, εκείνος κατηγορήθηκε καθυστερημένα για τη δολοφονία της το 2015, κατά τη διάρκεια έρευνας για τον θάνατό της 15 χρόνια νωρίτερα.
Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι ο Νταρστ πυροβόλησε θανάσιμα την Μπέρμαν επειδή επρόκειτο να αποκαλύψει τη δολοφονία της συζύγου του.
Όπως είπαν οι ανακριτές, θα αποκάλυπτε ότι η ίδια τον βοήθησε να καλύψει το έγκλημα. Στη συνέχεια εκείνος πέταξε το πτώμα της σε άγνωστη τοποθεσία.
Ο Νταρστ αρνιόταν πάντα ότι είχε ανάμειξη στην εξαφάνιση της συζύγου του και τη δολοφονία της Μπέρμαν.
Η πολύ καθυστερημένη δίκη ξεκίνησε τελικά στο Λος Άντζελες στις αρχές του 2020, αλλά αναβλήθηκε ξανά τον Μάρτιο λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η δίκη επαναλήφθηκε τον Μάιο του 2021.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο αδερφός του Ντάρστ, Ντάγκλας, ο οποίος επέβλεπε την αυτοκρατορία ακινήτων της οικογένειας των 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, και ο Νικ Τσάβιν, μακροχρόνιος φίλος του Ντερστ, ήταν και οι δύο μάρτυρες της δίωξης.
Ο Τσάβιν κατέθεσε ότι σε μια συνομιλία που είχαν το 2014 στη Νέα Υόρκη, ο Νταρστ παραδέχτηκε ότι είχε σκοτώσει την Μπερμπαν, λέγοντας: «Ήταν ή αυτή ή εγώ. Δεν είχα επιλογή».
Οι εισαγγελείς κάλεσαν 80 μάρτυρες και παρουσίασαν σχεδόν 300 αποδεικτικά στοιχεία. Αλλά το αποτέλεσμα της δίωξης κρίθηκε από τον ίδιο καθώς οι δικαστές τον άκουσαν να αποκαλύπτει τα πάντα, σε εκατοντάδες τηλεφωνήματα μέσα από τη φυλακή και σε 20 ώρες συνεντεύξεων με έναν παραγωγό ντοκιμαντέρ.
Με πληροφορίες τvn New York Times