Ένα tweet με αναφορά σε μύθο του Αισώπου, από την πρεσβεία της Κίνας στην Ιρλανδία, τους μπέρδεψε όλους. Τελικά, ποιος είναι ο λύκος, ποιος το αρνί και τι ήθελαν να πουν με αυτή την ανάρτηση;
Το tweet προκάλεσε αρκετά σαρκαστικά σχόλια από χρήστες των social media, αλλά την ίδια ώρα ανέδειξε την ολοένα μεγαλύτερη ευαισθησία των Κινέζων διπλωματών απέναντι στη διεθνή κριτική. Σε μια περίοδο που η χώρα συγκεντρώνει πυρά για πολλά ζητήματα, κάποιοι από τους αξιωματούχους της στο εξωτερικό έχουν στραφεί στη λεγόμενη «διπλωματία του λύκου πολεμιστή», ένα επιθετικό στιλ επικοινωνίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συντάκτης του tweet αυτοσχεδίασε με τον μύθο του Αισώπου για τον λύκο που κατηγορεί ψευδώς το αρνί προκειμένου να το φάει. «Ποιος είναι ο λύκος;», ήταν το ερώτημα που έθεσε και ανέφερε ακόμη:
«Κάποιοι κατηγορούν την Κίνα για τη λεγόμενη διπλωματία του πολεμιστή λύκου. Στον γνωστό του μύθο ο Αίσωπος περιέγραψε πώς ο λύκος κατηγόρησε το αρνί για παραπτώματα. Ο λύκος είναι ο λύκος, όχι το αρνί. Παρεμπιπτόντως, η Κίνα δεν είναι αρνί».
Τι ήθελαν να πουν;
Πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να αποκωδικοποιήσουν αυτή την μπερδεμένη ανάρτηση, ανάμεσά τους ο Τζέιμς Πάλμερ του Foreign Policy.
Ο Πάλμερ σημειώνει ότι αυτός που έγραψε το tweet στον λογαριασμό της κινεζικής πρεσβείας στην Ιρλανδία ξεκίνησε με τον μύθο του λύκου και του αρνιού, αλλά φτάνοντας στο τέλος συνειδητοποίησε ότι μένει εκτεθειμένος.
«Η Κίνα δεν μπορεί να περιγραφεί ως ένα αδύναμο αρνί που θα φαγωθεί. Η Κίνα είναι ισχυρή, δυνατή, οπότε προσθέτει αυτό το “παρεμπιπτόντως”», συμπλήρωσε ο Πάλμερ.
«Ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι το προσωπικό της πρεσβείας ήθελε να πει πως η Κίνα είναι ο λύκος σε αυτό τον μύθο, αλλά πασχίζω να καταλάβω τι ήθελαν να πουν χρησιμοποιώντας τον», σχολίασε από την πλευρά του ο Βίκτορ Σιχ, ακαδημαϊκός που ειδικεύεται σε υποθέσεις που αφορούν την Κίνα, στο University of California San Diego.
«Αν ήταν κάτι του τύπου “η Κίνα είναι αθώα όπως το αρνί στον μύθο, μόνο που η Κίνα είναι ένας λύκος”, τότε δεν θα έπρεπε να επικαλεστούν τον μύθο», συμπλήρωσε.
Η ανάρτηση αυτή αποτέλεσε ένα ακόμη δείγμα της ολοένα μεγαλύτερης προθυμίας των Κινέζων διπλωματών να δείξουν σκληρότητα, ανεξάρτητα από το αν το κάνουν σωστά.
Οι αναρτήσεις αυτές της «διπλωματίας πολεμιστή-λύκου» γίνονται σε δυτικά social media, όπως το Twitter, το οποίο είναι απαγορευμένο στην Κίνα. Στόχος τους να αποκρούσουν τις διεθνείς αντιδράσεις για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα, αστοχίες της χώρας στην πανδημία ή τις επιθετικές κινήσεις της, βάζοντας στο στόχαστρο άλλες χώρες ή ανθρώπους.
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι αναρτήσεις έχουν κάποια επιτυχία. Για παράδειγμα, μία που αφορούσε έκθεση για πιθανά εγκλήματα πολέμου από Αυστραλούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν είχε ως αποτέλεσμα μια οργισμένη συνέντευξη Τύπου από τον πρωθυπουργό της Αυστραλίας.
Όμως, ο Πάλμερ σημειώνει ότι το ακροατήριο στο οποίο απευθύνονται αυτές οι αναρτήσεις είναι συνήθως ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην Κίνα, δίχως να έχει απαραίτητα σημασία το αν η ανάρτηση θα είναι αποτελεσματική.
«Θεωρείται επιτυχία αν το αφεντικό σου, ή το αφεντικό του αφεντικού σου, το βλέπει και πιστεύει ότι αντικατοπτρίζει τη σωστή πολιτική γραμμή», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Πάλμερ.
Η Γαλλίδα δημοσιογράφος που «δεν υπάρχει»
Το τελευταίο διάστημα αυξάνονται οι διεθνείς πιέσεις στην Κίνα και στο επίκεντρο είναι οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντσιάνγκ.
Ως απάντηση, οι «πολεμιστές- λύκοι» του Πεκίνου έχουν κλιμακώσει τη ρητορική τους και υπάρχει κατά τα φαινόμενα ενίσχυση της εγχώριας προπαγάνδας και των ενορχηστρωμένων εκστρατειών στα social media. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που έγινε πρόσφατα με τις εταιρείες που αποφάσισαν να γυρίσουν την πλάτη τους στο βαμβάκι της Σιντσιάνγκ.
Στο μεταξύ, φαίνεται πως τα κρατικά ΜΜΕ της Κίνας χρησιμοποιούν κείμενα ξένων που ζουν στη χώρα προκειμένου να απαντήσουν στις «συκοφαντίες» της Δύσης.
Αυτή την εβδομάδα το CGTN δημοσίευσε κείμενο που υποτίθεται ότι γράφηκε από μια Γαλλίδα δημοσιογράφο η οποία έχει ζήσει επτά χρόνια στην πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντσιάνγκ, Ουρούμκι.
Στο άρθρο η Λορέν Μπεμόντ περιγράφεται ως freelance δημοσιογράφος που έχει εργαστεί για αρκετά παριζιάνικα ΜΜΕ και αναφέρει: «Δεν αναγνωρίζω στη Σιντσιάνγκ που μου περιγράφουν (τα δυτικά ΜΜΕ) τη Σιντσιάνγκ που εγώ γνωρίζω».
Όμως, την Πέμπτη η Le Monde αποκάλυψε ότι δεν υπάρχει Μπεμόντ. Σύμφωνα με την εφημερίδα, καμία δημοσιογράφος με αυτό το όνομα δεν έχει εργαστεί ποτέ στη Γαλλία.
Με πληροφορίες από Guardian