Το Σάββατο, μια μέρα μετά τις αιματηρές επιθέσεις στο Παρίσι που προκάλεσαν το θάνατο 128 ανθρώπων, ένας νεαρός άντρας μεταφέροντας με το ποδήλατο του ένα φορητό πιάνο έξω από το Bataclan, έπαιξε το «Imagine» του John Lennon και αμέσως μετά ανεβαίνοντας πάλι στο ποδήλατο, πήρε το πιάνο του κι εξαφανίστηκε.
Ο άνδρας, που αργότερα αποκαλύφθηκε πως ακούει στο όνομα Davide Martello και είναι μουσικός στο επάγγελμα, μίλησε για την κίνηση στον Guardian κι εξήγησε τι ήταν αυτό που τον ώθησε να κάνει κάτι τέτοιο.
Ο 34χρονος Martello, Γερμανός στην καταγωγή κι ευρύτερα γνωστός με το ψευδώνυμο Klavierkunst, βρισκόταν στην Κωνσταντία σε μια παμπ και παρακολουθούσε τον αγώνα ποδοσφαίρου Γαλλίας- Γερμανίας απευθείας από το Stade de France, όταν έσκασε η είδηση για τη βόμβα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε το ποδήλατο και ξεκίνησε για το Παρίσι- συνολικά 7 ώρες δρόμος. «Ήξερα πως έπρεπε να κάνω κάτι. Ήθελα να βρεθώ εκεί για να προσπαθήσω να παρηγορήσω και να προσφέρω ένα στοιχείο ελπίδας» λέει ο Martello.
Ο Martello με το πιάνο του, το οποίο κουβαλά μαζί του με ποδήλατο, έχουν «παραβρεθεί» σε πολλούς χώρους στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων. Είχε πάει επίσης έξω από τα γραφεία του περιοδικού Charlie Hebdo μετά το τρομοκρατικό χτύπημα του Ιανουαρίου.
Posted by Klavierkunst on Sunday, August 16, 2015
«Η συνεισφορά μου θα είναι μια βόλτα από όλα τα μέρη που σκοτώθηκαν άνθρωποι... [...] Το Παρίσι είναι η πόλη της αγάπης! ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ! Κι αν αυτή τρομοκρατική τρέλα και ο φόβος συνεχίσουν, η ζωή στην Ευρώπη δεν θα έχει πια κανένα νόημα! Οι θρησκείες πολεμούν με βόμβες στο όνομα του Θεού, εγώ πολεμώ με το πιάνο μου στο όνομα της ειρήνης» έγραψε ο Martello στη σελίδα του στο Facebook, ανακοινώνοντας πως σκοπεύει να συνεχίσει να παίζει σε όλα τα μέρη που βάλλονται από τις τρομοκρατικές επιθέσεις.
«Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω ανθρώπους, αλλά μπορώ να τους εμπνεύσω με τη μουσική και όταν οι άνθρωποι εμπνέονται μπορούν να κάνουν τα πάντα. Γι' αυτό έπαιξα το 'Imagine'» εξηγεί ο ίδιος στον Guardian και προσθέτει: «Έφτασα στο τέλος από το τραγούδι κι απλώς μετά δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ακόμη κι αν το ήθελα, υπήρχε υπερβολικά πολλή συγκίνηση».