Παρά την σκληρή γλώσσα του Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Τουρκία μάλλον θα δώσει το πράσινο φως για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Απλά η στρατιωτική συμμαχία θα χρειαστεί πρώτα να πληρώσει ένα τίμημα, σχολιάζει το Politico.
Η Άγκυρα έγειρε της αντιρρήσεις της στην κοινή κατάθεση των αιτήσεων Σουηδίας και Φινλανδίας για την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Τούρκοι αξιωματούχοι κατηγόρησαν τις δύο χώρες ότι στηρίζουν τους Κούρδους «τρομοκράτες», κάτι που συνδέουν άρρηκτα με την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο του 2016, ενώ εξέφρασαν και τις ανησυχίες τους για τους περιορισμούς στην εξαγορά όπλων.
«Το ΝΑΤΟ είναι μία συμμαχία για την ασφάλεια και η Τουρκία δεν θα συμφωνήσει να την διακινδυνεύσει» είπε ο Ερντογάν πριν από λίγες ημέρες.
Ωστόσο, νυν και πρώην αξιωματούχοι και διπλωμάτες ισχυρίζονται ότι τα κίνητρα της Τουρκίας, πιθανόν να πηγαίνουν πιο πέρα από την απαίτηση να αλλάξουν πολιτικές Σουηδία και Φινλανδία.
Ο Ερντογάν βρίσκεται εν μέσω παρατεταμένων διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ για την αγορά μαχητικών αεροσκαφών. Πιθανότατα βλέπει επίσης την ευκαιρία να κερδίσει πολιτικούς πόντους στο εσωτερικό με τη αναταραχή του περί «τρομοκρατίας».
Τώρα, οι διπλωμάτες διερευνούν τι θα κάνει τον Ερντογάν να υποχωρήσει, καθώς δεν θέλουν να καθυστερήσουν οι προσπάθειες της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην ένταξη.
Αυτό θα έδινε στη Ρωσία περισσότερο χρόνο για να παρέμβει πριν οι χώρες ενταχθούν πλήρως στη συμμαχία.
«Το αντίτιμο είναι άγνωστο αυτή τη στιγμή, αλλά ότι θα υπάρξει ένα είναι σαφές», δήλωσε ο Jaap de Hoop Scheffer, πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ.
Η τουρκική πατέντα
Ενώ η Τουρκία έχει ιστορικό υποστήριξης της επέκτασης του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν έχει εμπειρία στο να χρησιμοποιεί μεγάλες αποφάσεις της συμμαχίας για να αποσπάσει παραχωρήσεις προς όφελός της χώρας του.
Το 2009, η Τουρκία αντιτάχθηκε στον διορισμό του Anders Fogh Rasmussen ως ανώτατου αξιωματούχου του ΝΑΤΟ και υποχώρησε μόνο μετά από συνομιλίες υψηλού επιπέδου.
Ο De Hoop Scheffer, ο οποίος ήταν ο απερχόμενος γενικός γραμματέας εκείνη την εποχή, θυμήθηκε τις ολονύχτιες διαπραγματεύσεις στις οποίες συμμετείχε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα.
Τελικά, ο πρώην αρχηγός της συμμαχίας είπε στο POLITICO, ότι η Τουρκία υποχώρησε στον διορισμό του Rasmussen και «έλαβε ως ανταμοιβή έναν βοηθό γενικό γραμματέα στο ΝΑΤΟ».
Η επιθυμία Σουηδίας και Φινλανδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ προσφέρει νέα ευκαιρία τώρα στον Ερντογάν να κεφαλαιοποιήσει την ιδέα του συμπαγούς μοντέλου του ΝΑΤΟ, αλλά και για εσωτερική κατανάλωση εν όψει των εκλογών του χρόνου.
Ο De Hoop Scheffer είπε ότι ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ενδεχομένως κρύβεται πίσω από τις κινήσεις της Τουρκίας.
Ο πρώτος είπε, αφορά στην εσωτερική πολιτική. Στον Ερντογάν πάντα άρεσε εν μέρει να μιλάει σκληρά για την τρομοκρατία και το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), μακροχρόνιος εχθρός του σε αυτήν την εκστρατεία.
Η Τουρκία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ έχουν χαρακτηρίσει την ομάδα τρομοκρατική οργάνωση, αν και ο χαρακτηρισμός θεωρείται ξεπερασμένος από ορισμένους στις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Ο Ερντογάν, αντίθετα, χρησιμοποιεί συχνά το PKK ως αιτία για συσπείρωση.
«Μπορείς πάντα να συγκεντρώσεις μεγάλα πλήθη συνδέοντας την τρομοκρατία με το PKK» είπες ο πρώην γενικός γραμματέας.
Ο δεύτερο παράγοντας, σύμφωνα με τον De Hoop Scheffer, είναι ότι η είσοδος της Σουηδίας και της Φινλανδίας θα «άλλαζε την πολιτική ισορροπία στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, καθώς πλέον θα έχεις δύο πλήρως και βαριά εξοπλισμένες» δημοκρατίες στην συμμαχία.
Και οι δύο εξάλλου, αναμένεται πως θα προσδώσουν σημαντικές αμυντικές ικανότητες στο ΝΑΤΟ. Η Φινλανδία μπορεί να συμβάλλει με την αμυντική της δύναμη στην Βαλτική Θάλασσα και την παρουσία της στα βόρεια της Αρκτικής, εκεί όπου η Ρωσία έχει δείξει ενδιαφέρον να επεκταθεί.
Η Σουηδία από την άλλη έχει σημαντική αεράμυνα.
Ένα άλλο καίριο στοιχείο είναι οι παρατεταμένες εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ σχετικά με την αγορά μαχητικών αεροσκαφών.
Για χρόνια, η Άγκυρα ήταν ένας αξιόπιστος πελάτης για τις αμυντικές εταιρείες των ΗΠΑ, αγοράζοντας δεκάδες μαχητικά αεροσκάφη F-16. Η Τουρκία στράφηκε αργότερα στα πιο προηγμένα F-35.
Αλλά οι σχέσεις διαταράχθηκαν το 2019 όταν η Τουρκία αγόρασε τα ρωσικά πυραυλικά συστήματα S-400. Η κίνηση αυτή σύμφωνα με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα αεροσκάφη του ΝΑΤΟ που πετούν πάνω από την Τουρκία.
Σε απάντηση, οι ΗΠΑ έδιωξαν την Άγκυρα από το πρόγραμμα των F-35 και επέβαλαν κυρώσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία.
Μετά από αυτή τη διαμάχη, η Τουρκία άρχισε να παίζει με την ιδέα να αγοράσει ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη και ακόμη και να αναπτύξει το δικό της πρόγραμμα.
Ωστόσο, επιδιώκει επίσης να αναβαθμίσει τον στόλο της των F-16 και να αγοράσει νέα αεροπλάνα F-16. Το αίτημα εκκρεμεί εδώ και μήνες από την κυβέρνηση Μπάιντεν και το Κογκρέσο των ΗΠΑ.
«Το αντίτιμο θα μπορούσε να είναι οι Αμερικανοί να άρουν το μπλοκάρισμα στα F-16» είπε ο De Hoop Scheffer.
Οι ΗΠΑ από την άλλη φαίνονται διατεθειμένες να πληρώσουν ένα τέτοιο τίμημα. Το υπουργείο Άμυνας διστακτικά στηρίζει το τουρκικό αίτημα, που πλέον έχει τεθεί υπό τη σκέψη του Λευκού Οίκου και του Κογκρέσου.
Το θέμα συζητήθηκε την Τετάρτη σε συνάντηση στην Νέα Υόρκη μεταξύ του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν και του Τούρκου ομολόγου του, Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Ο Τσαβούσογλου άφησε να εννοηθεί ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση στο ζήτημα της τουρκικής αντίστασης για την ένταξη της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Είπε ότι κατανοεί τις ανησυχίες των χωρών «αλλά πρέπει να τεθούν και οι ανησυχίες της Τουρκίας περί ασφάλειας. Και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε με συμμάχους και φίλους, μεταξύ τω οποίων και οι ΗΠΑ» τόνισε.
Αυτό το ζήτημα μπορεί να περιλαμβάνει τα F-16. Σε ξεχωριστά σχόλια που δημοσιεύθηκαν στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης εκείνη την ημέρα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε ότι οι συνομιλίες για την πιθανή πώληση «συνεχίζονται θετικά».
Στο Ελσίνκι, υπάρχει επίσης η αίσθηση ότι η κίνηση της Τουρκίας μπορεί να συνδέεται με την τρέχουσα διαμάχη της με τις ΗΠΑ.
«Η Φινλανδία έχει καλές σχέσεις με την Τουρκία και μοιραζόμαστε τον στόχο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας», δήλωσε ένας ανώτερος Φινλανδός αξιωματούχος, ο οποίος μίλησε υπό τον όρο της ανωνυμίας.
«Δεν νομίζω ότι οι διμερείς μας σχέσεις αποτελούν πρόβλημα. Αυτό πιθανώς αφορά τα ζητήματα της Τουρκίας με τις ΗΠΑ».
Αλλά υπάρχουν πάντα οι Κούρδοι
Ωστόσο, κάποιοι αναλυτές επιμένουν, ότι η προσέγγιση της Σουηδίας και της Φινλανδίας απέναντι στο PΚΚ παραμένει ζήτημα-κλειδί για την τουρκική κυβέρνηση.
«Δεν μπορούμε να λύσουμε αυτό το πρόβλημα» απλώς εξομαλύνοντας τη σχέση Ουάσιγκτον-Άγκυρας, δήλωσε ο Sinan Ülgen, πρώην Τούρκος διπλωμάτης που είναι τώρα επισκέπτης μελετητής στο think tank Carnegie Europe.
Μπορεί να βοηθήσει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, πρόσθεσε, αλλά «δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής», αντιμετωπίζοντας τις πολιτικές της Σουηδίας και της Φινλανδίας για τις κουρδικές ομάδες.
Η διαπραγμάτευση με τη Σουηδία αναμένεται να είναι πιο σκληρή από ό,τι με τη Φινλανδία, σύμφωνα με την Ülgen.
Από τη Σουηδία υπάρχουν περισσότερες προσδοκίες και η κυβέρνηση της Σουηδίας, «θα πρέπει να επιδείξει ότι έχει αλλάξει την οπτική της σε αυτό» επιμένει.
Σουηδοί και Φινλανδοί έχουν πει ότι και οι δύο είναι ανοιχτοί για διάλογο με την Τουρκία. Στο εσωτερικό της συμμαχίας, πολλοί είναι αυτοί που επιμένουν ότι μπορεί να επιτευχθεί ομοφωνία με τα αιτήματα ένταξης.
Πεπεισμένος ότι θα επιτευχθεί κοινή απόφαση από την οικογένεια του ΝΑΤΟ, δήλωσε ο Γενς Στόλτενμπεργκκ, την Πέμπτη.
«Όταν ένας σύμμαχος, τόσο σημαντικός όσο η Τουρκία, εγείρουν ανησυχίες περί ασφάλειας, ο μόνος τρόπος για να διευθετηθεί αυτό είναι να καθίσουμε και να βρούμε μαζί ένα κοινό πεδίο».
Το ίδιο μήνυμα ακούστηκε και στην Χάγη, από τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Συμφώνησε και ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε.
Με πληροφορίες του Poltico