Σύμφωνα με έρευνα του 2019, το 28% των «νοικοκυριών» στις Ηνωμένες Πολιτείες. αποτελούνται από ένα μόνο άτομο – μια άνοδος της τάξης του 23% από το 1980. Σε άλλες χώρες ο αριθμός είναι ακόμα μεγαλύτερος με κορυφαίο δείγμα αυτής της τάσης την Σουηδία, όπου το ποσοστό ανέρχεται στο 60%.
Βεβαίως, όπως σημειώνουν και οι ψυχολόγοι, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην μοναξιά και στο να ζει κανείς μόνος. Οι συνθήκες τώρα όμως είναι διαφορετικές. Το άγχος, η αγωνία και η απομόνωση επιβαρύνουν με «σωματικό» τρόπο τα κυκλώματα του εγκεφάλου και αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα ασθένειας – απογειώνοντας την πίεση, τις ορμόνες του άγχους και τις φλεγμονές – ανάμεσα στους ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα αρρώσταιναν.
Το 2015, η νευροεπιστήμων και καθηγήτρια ψυχολογίας Julianne Holt-Lunstad, δημοσίευσε μια ανάλυση με βάση εβδομήντα μελέτες σε 3,4 εκατομμύρια ανθρώπους, στην οποία εξεταζόταν η επίδραση της κοινωνικής απομόνωσης, της μοναξιάς και του να ζει κανείς μόνος. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στην τωρινή πανδημία. Σύμφωνα με την ανάλυση, η μοναξιά αυξάνει τον δείκτη θνησιμότητας κατά 28% και το να ζεις μόνος/η κατά 32% - ασχέτως ηλικίας, φύλου, τοποθεσίας, κουλτούρας.
Η μοναξιά δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι ένα βιολογικό προειδοποιητικό σήμα που μας ωθεί στην αναζήτηση άλλων ανθρώπων, όπως η πείνα είναι ένα σήμα αναζήτησης τροφής ή η δίψα ένα σήμα αναζήτησης πόσιμου νερού. Στη διάρκεια της καραντίνας, το σήμα που εκπέμπει η μοναξιά μπορεί να γίνει αβάσταχτα έντονο για πολλούς ανθρώπους.
«Αυτό που βιώνουμε τώρα αποτελεί έντονη διαταραχή των συνηθειών μας» λέει σήμερα στον New Yorker η Holt-Lunstad. «Ελπίζουμε βέβαια όλο αυτό να είναι προσωρινό και να μην εξελιχθεί σε χρόνια κατάσταση». Τονίζει όμως ότι υπάρχει ο κίνδυνος πολλοί άνθρωποι να παραμείνουν απομονωμένοι και μετά την άρση των έκτακτων μέτρων. «Όταν ξεφύγουμε από μια συνήθεια, είναι δύσκολη η επιστροφή. Ορθώς ανησυχούμε για επικείμενη οικονομική ύφεση, θα πρέπει όμως να ανησυχούμε και για μια κοινωνική ύφεση – ένα διαρκές μοτίβο κοινωνικής απόστασης, πέρα από τις οδηγίες κατά της πανδημίας, που θα έχει ευρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικά στις πιο ευάλωτες ομάδες».
«Η μοναξιά δεν είναι απλά ένα συναίσθημα», λέει. «Είναι ένα βιολογικό προειδοποιητικό σήμα που μας ωθεί στην αναζήτηση άλλων ανθρώπων, όπως η πείνα είναι ένα σήμα αναζήτησης τροφής ή η δίψα ένα σήμα αναζήτησης πόσιμου νερού». Στη διάρκεια της καραντίνας, το σήμα που εκπέμπει η μοναξιά μπορεί να γίνει αβάσταχτα έντονο για πολλούς ανθρώπους.
«Η διαφορά με περιπτώσεις όπως η 11η Σεπτεμβρίου ή ο Τυφώνας Κατρίνα ή το τσουνάμι στην Ιαπωνία», λέει η διευθύντρια του προγράμματος ψυχικής υγείας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) Δρ. Sue Varna, «είναι ότι σε εκείνες τις δραματικές περιστάσεις υπήρχε μια ορατή προοπτική λήξης τους. Σ' αυτήν την πανδημία, δεν μπορούμε να διακρίνουμε το τέλος, κι αυτό είναι πολύ πιο τραυματικό». Λέει επίσης ότι το τραύμα μεγαλώνει επειδή οι άνθρωποι στερούνται την επαφή με τους άλλους ώστε να το ξεπεράσουν πιο γρήγορα. «Το άγγιγμα απελευθερώνει την ορμόνη οξυτοκίνη, που λειτουργεί ως φυσικό χάδι, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς στον δεσμό μητέρας και βρέφους, σε έναν οργασμό, σε μια αγκαλιά». Στην παρούσα περίσταση, έχουν πέσει στο μηδέν τα επίπεδα οξυτοκίνης που απελευθερώνονται μέσω της ανθρώπινης επαφής.
Η μοναξιά αυξάνει επίσης το ρίσκο της κλινικής κατάθλιψης η οποία λειτουργεί επίσης εκθετικά, όπως και ο ιός. Ένα μόνο καταθλιπτικό επεισόδιο, που σημαίνει δύο ή παραπάνω εβδομάδες καταθλιπτικής διάθεσης σε συνδυασμό με πέντε από τα εννιά συμπτώματα της ασθένειας (ακεφιά, έλλειψη ενδιαφέροντος για ευχάριστες δραστηριότητες, ενοχή, χαμηλά επίπεδα ενέργειας, αδυναμία συγκέντρωσης, απότομες εναλλαγές όρεξης και βάρους, αυπνία, βραδύτητα), αυξάνει την πιθανότητα ενός δεύτερου κατά πενήντα τοις εκατό. Δύο καταθλιπτικά επεισόδια αυξάνουν την πιθανότητα ενός τρίτου κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατό και τρία την πιθανότητα ενός τέταρτου κατά ενενήντα εννιά τοις εκατό. Ο κύκλος της κατάθλιψης γίνεται όλο και πιο δύσκολο να σπάσει.
Σύμφωνα με κάποιους ειδικούς πάντως, υπάρχουν όμως και κάποια στοιχεία αυτής της κατάστασης που μπορούν να αποβούν πολύ θετικά στο κοντινό μέλλον. «Πιστεύω ότι μπορεί να εξελιχθεί σε ευλογία με κάποιο τρόπο για τον δυτικό κόσμο αυτή η ασθένεια», δηλώνει η Ami Rokach, καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο York του Καναδά. «Δε νομίζω ότι η κοινωνία θα αλλάξει δραστικά όταν βγούμε από αυτό. Ως είδος, μαθαίνουμε αργά. Πιστεύω όμως ότι θα υπάρξει έντονη επιθυμία να ισχυροποιήσουμε τους διαπροσωπικούς δεσμούς μας αναγνωρίζοντας πόσο μπορεί να προστατεύσει την σωματική και ψυχική μας υγεία η ανθρώπινη επαφή».
Με στοιχεία από το New Yorker.