Μια νέα μελέτη ανατρέπει την παραδοσιακή θεωρία σχετικά με την προέλευση ορισμένων από τις πέτρες του Στόουνχεντζ, αποκαλύπτοντας ότι ένας από τους κεντρικούς μεγαλίθους του μνημείου προέρχεται από τη βορειοανατολική Σκωτία και όχι από την Ουαλία, όπως θεωρούνταν μέχρι τώρα.
Η ανακάλυψη αυτή, που χαρακτηρίζεται ως «σοκαριστική» από τους επιστήμονες, αναδεικνύει ότι η συγκεκριμένη πέτρα μεταφέρθηκε περίπου 750 χιλιόμετρα από τη Σκωτία στην πεδιάδα του Σόλσμπερι, είτε με χερσαία είτε με θαλάσσια μέσα.
Η πέτρα που βρέθηκε να έχει σκωτσέζικη προέλευση είναι σχεδόν θαμμένη κάτω από άλλους πεσμένους λίθους και είναι ελάχιστα ορατή. Επιπλέον, ανακαλύφθηκε ότι ο κεντρικός μεγαλίθος, γνωστός ως «πέτρα του βωμού», μεταφέρθηκε πιθανότατα από την περιοχή του Ινβερνές στη Σκωτία, ή ίσως και από τα νησιά Όρκνεϊ, κάτι που αλλάζει την κατανόησή μας για τη νεολιθική εποχή.
Αυτή η ανακάλυψη, σύμφωνα με τον Ρομπ Άιξερ, επίτιμο ερευνητή του University College του Λονδίνου (UCL), δεν αναθεωρεί μόνο όσα γνωρίζαμε για το Στόουνχεντζ, αλλά και τη συνολική εικόνα για την ύστερη νεολιθική εποχή. Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν ειδικοί από πανεπιστήμια της Αυστραλίας και της Βρετανίας, βασίστηκε σε ανάλυση της χημικής σύνθεσης της πέτρας και την ηλικία των ορυκτών μέσα σε αυτήν.
Αν και η ακριβής τοποθεσία προέλευσης της πέτρας δεν έχει ακόμη καθοριστεί πλήρως, οι ειδικοί έχουν περιορίσει την πιθανή περιοχή στη βορειοανατολική Σκωτία. Η επιστημονική βάση πίσω από την ανακάλυψη θεωρείται ισχυρή και καλά τεκμηριωμένη.
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει από την ανακάλυψη είναι πώς μεταφέρθηκε αυτή η γιγάντια πέτρα, βάρους έξι τόνων, από τη Σκωτία στο Στόουνχεντζ. Ο κύριος ερευνητής Άντονι Κλαρκ από το Πανεπιστήμιο Κέρτιν υποστηρίζει ότι η θαλάσσια μεταφορά θα ήταν μια λογική επιλογή, δεδομένων των χερσαίων εμποδίων. Ωστόσο, ο αρχαιολόγος Μάικ Πιτς, συγγραφέας του βιβλίου "How to Build Stonehenge", πιστεύει ότι το πιο πιθανό είναι η πέτρα να μεταφέρθηκε με χερσαία μέσα, καθώς μια τέτοια μεταφορά θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή πολλών ανθρώπων και να προσδώσει μεγαλύτερη αξία στην πέτρα καθώς ταξίδευε προς νότο.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο μεταφοράς, η ανακάλυψη αυτή ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση των σχέσεων μεταξύ των νεολιθικών πληθυσμών στα Βρετανικά Νησιά και προσφέρει σημαντικές πληροφορίες για τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής εκείνης.