Εκείνη τη φορά που θα την ξανασυναντούσε, ο Δημήτρης σκεφτόταν ό,τι είχε σκεφτεί και την πρώτη φορά που επρόκειτο να τη συναντήσει: «αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου». Τότε, χρόνια πριν, όταν του είχαν πει απ' το μαγαζί ότι το κορίτσι που θα δουλέψει μαζί του στο μπαρ είναι στο λιμάνι, να πάει να την παραλάβει, καθώς έτρεχε, πριν στρίψει από ένα στενό, κάτι τον έπιασε στο στήθος, ένα φτερούγισμα, διάφανες πεταλούδες στο στέρνο του, «θα είναι η γυναίκα της ζωής σου» του έλεγαν. Κι εκείνος γέλασε αρχικά, πώς ξεπήδησε αυτή η παράλογη σκέψη μέσα σε έναν ωκεανό σκέψεων για τη δουλειά, για το τι θα φορέσει το βράδυ, για την αδελφή που είχε πρόβλημα με τον γκόμενό της, πάλι όμως αυτή η σκέψη για την άγνωστη, που θα ήταν η γυναίκα της ζωής του, ερχόταν και την έδιωχνε, ξαναρχόταν και την ξανάδιωχνε, μέχρι που απλά την άφησε εκεί, να την παρατηρεί, μόνο αυτήν τη σκέψη, σε όλο τον δρόμο προς το λιμάνι. Κι έτρεχε.
Οι άντρες είναι το ρομαντικό φύλο, γι' αυτό ενθουσιάζονται και απογοητεύονται εύκολα. Ξεκίνησε ψυχανάλυση μετά την Κάτια, όχι για εκείνη, αλλά γιατί πάνω στον χωρισμό τους άρχισε να βλέπει πάλι εκείνο το όνειρο. Με την αδελφή του, σε πολύ μικρή ηλικία, πέντε χρόνων, να πετά γυμνή και να του λέει ότι θα τον αγαπά και θα τον περιμένει να μεγαλώσει και τότε θα πετάξουν μαζί σαν άγγελοι. Εκείνος τη ρωτούσε τι εννοεί, αλλά τότε ξυπνούσε, ποτέ δεν έβλεπε το τέλος του ονείρου, την απάντηση. Μίλησε άπειρες φορές στη θεραπεύτριά του γι' αυτό το όνειρο. Έτσι έμαθε ότι την πρώτη φορά που είχε δει την αδελφή του γυμνή, όταν ήταν μικρός, και συνειδητοποίησε ότι κάτι έλειπε απ' το δικό της σώμα, τότε ακριβώς απέκτησε τον φόβο του ευνουχισμού, όπως τα περισσότερα αγόρια που μεγαλώνουν με αδελφές. Ίσως γι' αυτό να έγινε ubersexual, υπεραρσενικό. Η θεραπεύτριά του είπε ,επίσης, ότι τα αγόρια ερωτεύονται πρώτα τη μητέρα τους κι ύστερα την αδελφή τους, αλλά έρχεται η κοινωνία να τους πει ότι όχι, σε αντίθεση με τα άλλα θηλαστικά, οι άνθρωποι απαγορεύεται να παντρευτούν τη μητέρα τους ή την αδελφή τους. Κι αυτό είναι το πρώτο ράγισμα στην καρδιά ενός άντρα. Στο μέλλον, θα διαχωρίσει τις φιγούρες, την αγγελική φιγούρα της μητέρας του και της αδελφής του για τις οποίες νιώθει αγάπη, από τη φιγούρα της bitch με την οποία μπορεί να κάνει καλό σεξ.
Μετά την εμπειρία του με την Κάτια, προσπάθησε να βρει αυτό που του έλεγε η αδελφή του στο όνειρό του, μια που να της μοιάζει, που θα τον αγαπά, που θα πετάξουν μαζί μακριά σαν άγγελοι. Και τη βρήκε. Στο πρόσωπο της γυναίκας του. Και να που την πουλούσε μέσα σε ένα λεπτό. Για τον διάβολο. Η Κάτια, η Καριόλα προσωποποιημένη, ήταν εκεί, μπροστά του, μετά από τόσα χρόνια, και πάλι υπήρχε ανάμεσά τους αυτός ο καταραμένος μαγνητισμός. Από τότε που ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός εξηγήθηκε αυτός ο μαγνητισμός μεταξύ των ανθρώπων, όμως αυτοί οι δύο είχαν σχέση έλξης-απώθησης, τα σώματά τους σε μαγνητισμό αλλά οι ψυχές τους πάντα σε αναχώρηση, με τις βαλίτσες ανά χείρας να τρέξουν μακριά η μία απ' την άλλη.
Έβλεπε την Κάτια κι ένιωθε όλη αυτή την έλξη και περνούσαν μπροστά του εικόνες, όταν τής έκανε σεξ, παλιά, αλλά μετά, για πρώτη φορά, είδε την Κάτια πέντε χρόνων, ακουμπισμένη στο παράθυρο του δωματίου της, να κοιτάζει έξω, γιατί η μητέρα της τής έλεγε ότι όταν μεγαλώσει θα έρθει από εκεί ένας πρίγκιπας. Και δεν έδωσε ούτε μια πιθανότητα να μην έρθει εκείνος, κι η Κάτια περίμενε και περίμενε και στα 16 της είπε η μητέρα της ότι δεν υπάρχουν πρίγκιπες, μόνο κάτι μαλάκες σαν τον πατέρα της, κι η Κάτια, που κοιμόταν με όλους τους μαλάκες, το βράδυ, καμιά φορά όταν ξυπνούσε στη μέση της νύχτας σε ξένα δωμάτια, κοίταζε κλεφτά έξω απ' τα ξένα παράθυρα. «Βρες με», μουρμούριζε. «Σε παρακαλώ. Θα περιμένω». Ναι, μόνο τότε, μετά από τόσα χρόνια, ο Δημήτρης κατάλαβε γιατί προσπάθησε να τον μηδενίσει σαν άντρα η Kάτια τότε, όταν τον ερωτεύτηκε, το είδε στα μάτια της όταν γύρισε να τον χαιρετίσει. Eίπε «μου έλειψες» κι άφησε κάτω τη μεγάλη shopping bag της για να τον αγκαλιάσει, ήταν γκρι κι έγραφε πάνω με σβαρόφσκι: «Fight me. Like an angel».
(συνεχίζεται)
σχόλια