Παρασκευή, 15/05
Πηγαίνω στην Κύπρο. Ηφίλη μου η Μ. κάνει μια θεατρική παράσταση.Είναι η τρίτη της, δουλεύει σκληρά γι'αυτό, αν και δεν είναι το αντικείμενότης, και της έχω υποσχεθεί τη δω. Με τηνψυχή στο στόμα φτιάχνω αποσκευές καιτρέχω στα αεροδρόμια. Στο αεροδρόμιοΛάρνακας με περιμένει η άλλη κολλητή.Είναι η πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνιαπου ζω εδώ, που καταφέρνω να κατέβω χωρίςνα πρέπει να επισκεφθώ γονείς, να έχωυποχρεώσεις κ.λπ. Πίνουμε έναν καφέ στηνπαραλία «Μακένζι». Μπροστά μας κάτιαποτριχωμένα γομάρια κάθονται στιςλευκές lounge ξαπλώστρεςτου μαγαζιού, καλογυαλισμένα από τοαντηλιακό με μηδέν δείκτη προστασίαςκαι τρώνε ανανά. Το βράδυ στο θέατρο ηΜαντάμ Μποβαρί ενώνει τα «θέματά» τηςμε αυτά μιας σύγχρονης γυναίκας που ζειπερίπου τα ίδια, απλώς με άλλο περιτύλιγμα.Είμαι πολύ περήφανος για τους φίλουςμου. Όλοι κάνουν πράγματα, ζουν καιπροσπαθούν σε μια χώρα που είναι πανεύκολονα πέσεις σε βαριάς μορφής κατάθλιψη.Καταλήγουμε στο Αιγαίον, ένα υπέροχοεστιατόριο στην παλιά Λευκωσία, όπουπαραγγέλνουμε δεκάδες αταίριασταμεζεδάκια: χούμους, ταχίνι, σαλάταγλιστρίδα με γιαούρτι (απλώς απίστευτο!),κυπριακά ραβιόλια, σουβλάκια, πλιγούριμε ντομάτα και τελειώνουμε με μαχαλεμπίπνιγμένο στο ροδόνερο. Συζητάμε για τοέργο, προσπαθούμε να θυμηθούμε παλιούςσυμμαθητές, συμφωνούμε πως η μαθητικήμας ζωή ήταν άκρως ελαττωματική. Κοιτώνταςστον απέναντι καθρέφτη τα πρόσωπά μαςπου κοκκίνισαν από τη ζέστη και το κρασί,σκέφτομαι πως οι φιλίες είναι ένα θαύμα.Οι παλιοί φίλοι είναι ο χάρτης του κάθεανθρώπου. Οι καινούργιοι είναι το gpsτων παλιών.
Σάββατο, 16/05
Ξεκινάμε με την Α. γιαένα ταξίδι που ήθελα να κάνω εδώ καικαιρό. Θα περάσουμε στην τουρκοκρατούμενηπλευρά της Κύπρου με κατεύθυνση τηνΚαρπασία. Είμαι τριάντα τεσσάρων χρόνωνκαι έχω μεγαλώσει έχοντας στο πίσω μέροςτου μυαλού μου την τουρκική εισβολή,την κατοχή, τους πρόσφυγες. Η εικόνα τουσχολικού τετραδίου, που ήταν ντυμένομε το ειδικό χαρτί με την αιματοβαμμένηΒόρεια Kύπρο και την φράση«ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» ακόμα έρχεται στο μυαλό μουόταν βλέπω τα παιδάκια να πηγαίνουνσχολείο. Τέλος πάντων, όλη αυτή η ιστορίαείναι κάτι πολύ βαθιά ριζωμένο μέσαστους Κύπριους και το να περνάς απέναντιείναι σαν να πηγαίνεις στο Διάστημα.Δίνουμε διαβατήρια, μας καταγράφουνκαι περνάμε απέναντι. Κάνουμε λάθος στηδιαδρομή και παίρνουμε το δρόμο πουπάει στην Αμμόχωστο. Διασχίζουμε τημεγάλη πεδιάδα της Μεσαορίας. Χιλιόμετραχρυσαφένιου εδάφους, κάπου κάπουεκκλησάκια (χωρίς σταυρούς) και στααριστερά ο πενταδάκτυλος. Κοντά στηνΑμμόχωστο η τουριστική ανάπτυξη τεράστιακαι τρομακτική. Πανομοιότυπα σπίτια-καρμπόν,σαν εφιαλτικές τούρτες, έτοιμα να δεχτούντους Άγγλους τουρίστες που theyalways settle forless... Τέλος πάντων, εγώμένω με το στόμα ανοιχτό, παρ' όλα αυτά,σκέφτομαι πως και στη Νότια Κύπρο υπάρχειπολλή ασκήμια και πως αδικώ τους αποδώτώρα. Πάντως, εγώ νιώθω περίεργα. Ότανπρωτοάνοιξαν τα σύνορα οι πρόσφυγεςπήγαιναν επίσκεψη στα σπίτια τους καιτα έβρισκαν κατοικημένα από αγνώστους.Εδώ το κινητό σου χάνεις και παθαίνειςκατάθλιψη, δεν μπορώ καν να φανταστώ τοαίσθημα της απώλειας του τόπου, τηςρίζας. Μπαίνουμε στο σωστό δρόμο μεκατεύθυνση το χωριό Ριζοκάρπασο.Ατέλειωτος δρόμος, χωρίς αυτοκίνητα,με την ωραιότερη φύση που είδα ποτέ σεαυτό το νησί. Πεύκα, στάχυα, αγριολούλουδα,ούτε ένα σπίτι. Στο Ριζοκάρπασο όλαείναι όπως το 1975. Μικρά σπίτια με κήπους,ρούχα απλωμένα, ήσυχη ζωή. Οι εκκλησίεςέχουν σταυρό - οι εγκλωβισμένοιΕλληνοκύπριοι δεν άφησαν όλες τιςεκκλησίες τους να βεβηλωθούν. Ο δρόμοςσυνεχίζεται και η κατάληξη είναι οπαράδεισος. Μια παραλία με αμμόλοφους,χρυσή άμμο και κρυστάλλινο νερό. Δέκαάτομα λιαζόμαστε σε αυτό το απίστευτομέρος που μοιάζει απάτητο. Ακούγονταιμόνο τα πουλιά και το κύμα. Ανεβαίνoνταςέναν αμμόλοφο για να πάω στην άλληπαραλία, καταλαβαίνω γιατί όλοι οιγονείς των συμμαθητών μου, που μόλιςείχαν έρθει πρόσφυγες στις ελεύθερεςπεριοχές, κοίταζαν με περιφρόνηση τηθάλασσα της Λεμεσού και τις υποτιθέμενεςομορφιές του νότιου μέρους του νησιού.Ζούσαν μέσα σε αυτή την ομορφιά και μετάέπρεπε να συμβιβαστούν σχεδόν με τοτίποτα. Πάω και στο μοναστήρι τουΑποστόλου Ανδρέα. Το κατοικούν κάτιάσχημες γάτες και την παλιά του δόξατην έχει χάσει. Κάτω στην εκκλησίαγίνεται εσπερινός. Μου κόβονται ταγόνατα. Δεν τολμώ να μπω μέσα. Τη ώρα πουπέφτει ο ήλιος τρώμε κάτι μπαρμπούνιασε ένα ταβερνάκι σε ένα αρχαίοεγκαταλελειμμένο ρωμαϊκό λιμάνι, μεσκηνικό ένα ερειπωμένο ξωκλήσι. ΟΤουρκοκύπριος σερβιτόρος μάς μιλά σταελληνικά. Είναι ευγενικός και μας λέειπόσο χαίρεται που μας βλέπει και πόσοθα ‘θελε να τα πηγαίναμε καλά και ηιστορία να μην έπαιρνε αυτή την τροπή.Ταΐζω τα μπαρμπουνοκέφαλα στις γάτεςκαι παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής.Δεν μπόρεσα να κάνω καμία σκέψη για όλαόσα είδα. Απλώς, θα ‘θελα τα πράγματανα ήταν αλλιώς.
Σας φιλώ.
σχόλια