Στο Γκάλαξι πάω, περίπου, τρεις με τέσσερεις φορές την εβδομάδα. Είναι από τα δέκα πράγματα που μου έμαθαν αμέσως μόλις ήρθα στην Αθήνα και έκτοτε το θεωρώ δικό μου. Όπως οι άλλοι πάνε τους φιλοξενούμενούς τους στην Ακρόπολη και στα παϊδάκια του Θησείου, εγώ πηγαίνω τους δικούς μου για ποτό στο Γκάλαξι. Έχουν υπάρξει χειμώνες τα τελευταία δέκα χρόνια που δεν μπήκα σε κανένα άλλο μπαρ στην Αθήνα εκτός από αυτό. Κατάφερα ακόμα και να διακρίνω την καθημερινή και πιστή του πελατεία και μάλλον να με θεωρούν και αυτοί «σταθερό» θαμώνα αφού συναντιόμαστε σχεδόν καθημερινά, ακούει ο ένας τις κουβέντες του άλλου, λέμε καλησπέρα - καληνύχτα, πάμε μια θέση παραπέρα στο μπαρ για να χωρέσουν να κάτσουν και οι δυο τους κ.λπ.... Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλο μέρος στην Αθήνα τόσο νοικοκυρεμένο, ευθύ και ειλικρινές στις προθέσεις του: θέλει να πιείς τα ποτά σου με την ησυχία σου, να μιλήσεις με το φίλο σου άνετα χωρίς να φωνάζεις και να είσαι σε ένα περιβάλλον όπου τα κύματα των αγνώστων που μπαινοβγαίνουν να μη σε τρομάζουν.
Είναι ανοιχτό από το πρωί, μπορείς να πάς ας πούμε στις δώδεκα το μεσημέρι και να πιείς δύο Ντιούαρς με πάγο ενώ έξω στο δρόμο γίνεται χαμός. Υπάρχει κάτι για να τσιμπήσεις, πρώτης ποιότητας, απλό και παλιακό. Ακόμα και αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι ασφαλής. Καναπεδάκια με ζαμπόν και τυρί, ελιές, ντομάτες με λεμόνι, χοιρινό καπνιστό με ρώσικη σαλάτα, και μερικά ακόμα που δεν θυμάμαι. Πουθενά αλλού στην Αθήνα τα ποτά δεν είναι τόσο καλοφτιαγμένα και πάντα, μα πάντα, μα πάντα, τα ίδια. Τι εννοώ; Αν πίνεις ας πούμε τζιν & τόνικ, η δοσολογία θα είναι πάντα η ίδια, η γεύση του δεν θα σε ξενίσει ποτέ. Υπάρχει βέβαια λόγος που συμβαίνει αυτό. Ο μπαρμαν είναι πάντα ο ίδιος, δεν αλλάζει ποτέ. Τα βράδια που πάω εγώ, είναι πάντα ο κ. Γιάννης, ο οποίος -όπως έχετε διαβάσει σε δεκάδες άλλα άρθρα που έχουν γραφτεί στο παρελθόν- είναι θρύλος στο χώρο του και δεν είναι τυχαίο.
Απόψε είναι η γιορτή μου και έχω καλέσει κόσμο να έρθει εδώ. Μετά το σπίτι μου, αυτό είναι το μόνο μέρος που θα σκεφτόμουν να καλέσω φίλους για ποτά. Λίγο πριν αρχίσουν να καταφτάνουν, διαβάζω τους ύμνους που γράφτηκαν γι' αυτό το μέρος και μπήκαν σε κορνίζα πάνω στον τοίχο, κοιτώ για πεντηκοστή φορά τη φωτό της Λατόγια Τζάκσον που ξεχωρίζει μέσα στις εκατοντάδες φωτό των θαμώνων που στέκουν δίπλα σε πορτρέτα μεγάλων συγγραφέων, καλλιτεχνών και μπουκάλια παλαιομένου μαλτ. Κοιτώ την ξύλινη μπάρα που γυαλίζει απαλλαγμένη από τα δακτυλικά αποτυπώματα της προηγούμενης βραδιάς και σκέφτομαι πως λίγα μπαρ είναι όμορφα ακόμα και όταν είναι άδεια. Αυτό είναι ένα από αυτά. Σε λίγο καταφθάνουν οι ορδές και οι φωνές και τα γέλια φτάνουν μέχρι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Τα ποτήρια γεμίζουν με ποτό, τα μάγουλα ροδίζουν, τρεις βότκα τόνικ, ένα μπλάντι μέρι, δύο λευκά κρασιά και ένα haig, τρία μυστικά στο αυτί, πέντε εξομολογήσεις, ένα βλέμμα, δύο αναλύσεις, κανένα βάσανο για τέσσερεις ώρες. Το γεμίσαμε το μαγαζί και φέτος... Σας φιλώ.
σχόλια