Σάββατο 25/9
Ξυπνω νωρίς, μαλλον ο οργανισμός μου τρέχει και δεν χαλαρώνει ούτε τα Σάββατα. Εφτά και κάτι είμαι στο μπαλκόνι κάτω από την τέντα. Ο θόρυβος της βροχής που σκάει πάνω στο νάυλον, σαν παράξενο μάντρα που σβήνει όλα τα έντονα που ζει κανείς μέσα σε μια βδομάδα. Πατάω ξυπόλυτος πάνω στο βρεγμένο πάτωμα - αυτό δεν είναι μπόρα σκέφτομαι, είναι κανονικό πρωτοβρόχι. Στην κουζίνα τα ράφια μου ποτέ δεν ήταν τόσο άδεια όσο τώρα. Θέλω όμως να φτιάξω κάτι, να εγκαινιάσω το φθινόπωρο, θέλω να αρωματίσω με βανίλια αυτό το ήσυχο πρωινό που ούτε οι γάτες δεν βγήκαν απ' τις τρύπες τους να μου μιλήσουν (ναι, μιλάνε, άμα θες να της ακούσεις). Ανάβω τον φούρνο στους 150 βαθμούς Κελσίου. Σε ένα πυρίμαχο σκεύος βάζω 70 γρ. ρύζι αρμπόριο, μισό λίτρο γάλα ολόπαχο, 30 γρ. βούτυρο ανάλατο, δύο κουταλιές ζάχαρη, έναν λοβό βανίλιας που τον έχω ανοίξει και έχω ξύσει το εσωτερικό του μέσα στο μείγμα. Σκεπάζω το σκεύος και το αφήνω να σιγοβράζει στο φούρνο για περίπου μία ώρα. Το βγάζω από το φούρνο και ρίχνω άλλο μισό λίτρο γάλα, ανακατεύοντας απαλά. Αφήνω να ψηθεί για περίπου άλλη μια ώρα και στα τελευταία δέκα λεπτά το ξεσκεπάζω, αφήνοντάς το να ροδίσει. Παράλληλα, σε ένα τηγάνι βάζω περίπου 250 γρ. ζάχαρη με 125 γρ. βούτυρο ανάλατο να λιώσουν μαζί σε χαμηλή φωτιά και φτιάχνω μια σάλτσα toffee. Δεν ξέρω αν είναι η απολύτως σωστή συνταγή, όμως εδώ λειτουργεί σωστά και δένει σε ένα παχύρρευστο αριστούργημα που έχει το ωραιότερο χρώμα του κόσμου. Περιχύνω το ριζόγαλο με τη σάλτσα toffee, φτιάχνω ένα εσπρέσο και τρώω μεσ' στην ησυχία αυτού του πρωινού. Αν ήμουν γείτονας, θα ζήλευα αυτό το άρωμα που ανεβαίνει από τη σκάλα υπηρεσίας... Μέσα στη μέρα τα εγκαίνια της κουζίνας συνεχίζονται, ένα χοιρινό ψήνεται με δενδρολίβανο, σκόρδα και ένα gravy με λευκό κρασί, ένας πουρές ετοιμάζεται και επιτέλους ανακαλύπτουμε ξανά τα λευκά τραπεζομάντηλα και τις μουσικές που ακούμε στην κουζίνα και στα τραπέζια. Μεγάλη απόφαση: φέτος περισσότερα τραπεζώματα από ποτέ.
Κυριακή 26/9
Σ' ένα αυτοκίνητο σφηνωμένοι κατεβαίνουμε την Πειραιώς με κατεύθυνση τα Καμίνια. Πίσω από μια πλατεία με κάτι υποτυπώδη δέντρα, περικυκλωμένη με ψηλές πολυκατοικίες, όπου οι κάτοικοι έχουν τα ρούχα απλωμένα στον δρόμο, μια ταβέρνα φίσκα στον κόσμο. Καθόμαστε κάτω από μια σειρά βαρέλια, μια παρέα που συναντήθηκε μετά από καιρό - έχουμε πράγματα να γιορτάσουμε, χαρές. Η παραγγελία είναι γνωστή, δεν έχει νόημα να σας την αναφέρω. Στην Ελλάδα, οι καλές ταβέρνες δεν πειραματίζονται. Κι αυτή είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Από το σημείο που κάθομαι βλέπω την κουζίνα. Μαγειρεύει η σύζυγος μάλλον, με κάποια συννυφάδα για παρέα. Είναι και οι δύο με σπιτικές ποδιές, μοιάζουν τρομερά σε μια θεία μου που υπεραγαπώ, που κάποτε μαγείρευε κι αυτή σε μια ταβέρνα. Ακόμα και ο τρόπος που βάζουν τα φαγητά στις πιατέλες είναι γυναικείος, περιποιημένος. Εκατό κιλά κουτσομούρες να σερβίρουν, αυτές οι κυρίες θα σκέφτονται πως τις σερβίρουν στο τραπέζι του σπιτιού τους. Τις θαυμάζω, θέλω να κάτσω εδώ να τις κοιτάω. Όλα όσα φάγαμε ήταν εξαιρετικά. Στέλνω tweets για κάτι παντζάρια που σερβιρίστηκαν με σκελίδες ωμού σκόρδου, κοιτάω την ευγένεια των γύρω μου. Εκεί που πάω να στενοχωρηθώ με την Αθήνα, πάντα συμβαίνει μια ταβέρνα σαν κι αυτή και πάλι την αγαπώ. Όταν έφτασαν οι μπακαλιάροι, είχαμε ήδη πιάσει τα τραγούδια. Γέλια, κουτσομπολιά, σοβαρά, τι πέρασα αγάπη μου, τι έπαθες, πώς μπόρεσε ο αθλιος να σου κάνει αυτό το πράγμα, είμαι και πάλι καλά κ.λπ... Κουβέντες κανονικές, μεταξύ φίλων. Η μόνη συμμαχία που εχει αξία.
σχόλια