Παρασκευή 30/07
Είναι η τρίτη μέρα διακοπών και ακόμα δεν έχω συνηθίσει. Ξυπνώ περίπου την ίδια ώρα, κάτι με υποκινεί να πιω γρήγορα έναν καφέ στο σπίτι, να ντυθώ και να βγω στους δρόμους. Η συνήθεια είναι σαν ένας ανεξίτηλος μαρκαδόρος που αφήνει στη μνήμη σου ένα πολύ περίεργο γκράφιτι, σκέφτομαι. Περιφέρομαι μόνος στην Αθήνα, έχω άλλες δύο μέρες μέχρι να φύγω για το νησί. Κάθομαι με τις ώρες στα καφενεία του κέντρου, δοκιμάζω τα πάντα στον Paul, αγοράζω εκδόσεις Penguin και άλλα πολλά βιβλία που υποτίθεται θα διαβάσω στις διακοπές, αλλά μάλλον θα μείνουν και αυτά στην ουρά μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία που μαζεύω μέσα στον χρόνο. Κάπου διαβάζω πως είναι σημαντικότερο να διαβάζει κανείς λιγότερα βιβλία στη ζωή του, αλλά να τα διαβάζει έντονα και να απορροφά κάθε λέξη, παρά χιλιάδες βιβλία που τίποτα δεν θυμάται στο τέλος. Σκέφτομαι πως θα 'θελα να είχα αποστηθίσει ολόκληρες σελίδες από τον Μπαλζάκ και να τις έλεγα ψιθυριστά, σαν παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Μπροστά στον Μπαλζάκ όλα τα άλλα βιβλία που διάβασα τα τελευταία χρόνια είναι σχεδόν άχρηστα. Το βράδυ πηγαίνουμε στον Παπαδάκη. Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το μέρος. Δεν μπορώ να ξέρω αν σερβίρει το ανώτερο φαγητό της περιοχής, ξέρω όμως ότι σε κάνει να αισθάνεσαι ασφαλής. Ότι όλα είναι πεντανόστιμα και -κάτι πρωτοφανές για τα αθηναϊκά μέρη- όταν περάσει καιρός χωρίς να το έχω επισκεφτεί, πάντα πεθυμώ τα φαγητά του. Η Αργυρώ είναι ακόμα εδώ, δεν έχει φύγει διακοπές, θα φύγει όταν κλείσει το μαγαζί. Υπέροχη και χαμογελαστή. Η φρασή «τίποτα δεν είναι τυχαίο» μου έρχεται στο μυαλό όταν δοκιμάζω για πολλοστή φορά αυτό το χταπόδι με μέλι και βλέπω την ψυχή του μαγαζιού να διοικεί ένα από τα πιο καλόκαρδα μαγαζιά του κέντρου. Το άλλο πρωί η Αθήνα είναι ακόμα πιο άδεια. Διασχίζω όλο το κέντρο περπατώντας στη μέση των δρόμων ανενόχλητος.
Σάββατο 14/08
Το να πηγαίνεις σε ένα νησί για πρώτη φορά είναι μεγάλο ρίσκο. Πόσες φορές κατεβήκαμε από το καράβι σε ένα καινούργιο μέρος και νιώσαμε σαν απρόσκλητοι επισκέπτες. Κάθε μέρος στο Αιγαίο δεν είναι για όλους. Η ενέργεια του κάθε νησιού απευθύνεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους. Στην Αστυπάλαια φτάνουμε μετά από δέκα ώρες, χάραμα, και θυμάμαι ακόμα τα παιδιά στο κάμπινγκ να κάθονται κάτω από τα ξεραμένα αρμυρίκια της παραλίας τους και τον ήχο της απόλυτης σιωπής που έχουν τα νησιά, ακόμα και τον Αύγουστο, που είναι γεμάτα κόσμο. Η Αστυπάλαια (διότι εκεί πήγαμε) ήταν όσα μας είχε πει η Νάνσυ και ακόμα περισσότερα. Η πιο ωραία Χώρα, ένα μπαρ βγαλμένο απ' τα παραμύθια (Καστρο Μπαρ) και άλλο ένα (η Άρτεμη) για όλες τις ακούραστες ψυχες του νησιού, που τη μέρα κρύβονται και το βράδυ (όταν λέμε βράδυ εννοούμε μετά τις τρεις) ξεσαλώνουν. Η διαδρομή για τις Βάτσες σαν καθημερινό οδοιπορικό-μάντρα και ο τελικός προορισμός μια παραλία με σκηνικό δυο πανύψηλα βουνά και ένα μπαράκι σαν αυτό που περιέγραφε η κ. Τριβόλη στη στήλη του Αυγούστου. Με το που έγερνε ο ήλιος πίσω από τα βουνά και έπεφτε η σκιά πίναμε μοχίτο και καμπάρι σε πλαστικά ποτήρια και βλέπαμε τους Ιταλούς να χορεύουν Μάνου Τσάο. Τόσο σικ λαός και τόσο κακό γούστο στη μουσική, απίστευτο... Για φαγητό στο καλόκαρδο Γεράνι στο Λειβάδι, στην Αυστραλία στο Λιμάνι και στον Κάρλος με την πιο picturesque θέα του νησιού. Τίποτα από τα καινούργια κυριλέ που ανοίγουν στο νησί και θέλουν να είναι Μύκονος. Αυτό το μέρος είναι σπουδαίο επειδή είναι απλό και έχει κρυφή κομψότητα. Στον γυρισμό η Αθήνα έκαιγε, και καίγεται ακόμα. Φέτος δεν θα αρχίσω καν να γκρινιάζω για τον χειμώνα που δεν έρχεται. Θα το πάμε μέρα-μέρα, μέχρι να σερβιριστούν οι πρώτες ζεστές σοκολάτες και να αχνίζουν τα κέικ στους φούρνους μας. Σας φιλώ.
σχόλια