Τρίτη 6/10
Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε άρχισα να παίρνω το περιοδικό «Gourmet». Θυμάμαι μόνο πως έγινα συνδρομητής γύρω στα δεκαπέντε μου και πως γούσταρα πολύ κάθε αρχή του μήνα που ερχόταν μαζί με το «Vanity Fair» κατευθείαν από Αμερική (για κάποιον λόγο η Κύπρος δεν έπαιρνε τις ευρωπαϊκές εκδόσεις της Conde Nast) και πως ένιωθα κάπως σούπερ, γιατί πίστευα ότι μάλλον ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος σε αυτό το νησί που είχε ήταν συνδρομητής σε αυτό το περιοδικό. Όλα αυτά βεβαίως ήταν στο λιγάκι ονειροπαρμένο μου μυαλό - ειδικά για το «Vanity Fair», που αργότερα ανακάλυψα πως το 'παιρναν κι άλλοι. Έκανα τεράστιες οικονομικές θυσίες για να κρατήσω τις συνδρομές μου και έπρεπε πάντα να αντιμετωπίσω και λίγο το βλέμμα της μάνας μου, που θεωρούσε «αυτά τα πράγματα» ανοησίες και πεταμένα λεφτά. Εγώ, πάλι, τα θεωρούσα αναγκαία, αν και δεν καταλάβαινα τότε το γιατί.
Στο «Vanity Fair» ερωτεύτηκα τον κόσμο της Annie Leibowitz, μου άρεσαν τα μεγάλα του ρεπορτάζ, οι ιστορίες των πλουσίων αλλά και τα πιο σοβαρά. Ξεκοκάλιζα κάθε τεύχος με μανία, ήταν ένα είδος υποκατάστατου για άλλα πράγματα που δεν μπορούσα ή δεν ήθελα να κάνω. Ήταν ένα παράθυρο που έδινε θέα σε πράγματα μακριά από το μικρό νησί. Το «Gourmet» ήταν love at first sight. Δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου τέτοιο πράγμα. Από τις αφυδατωμένες φωτογραφίες των ελληνικών τσελεμεντέδων οι εικόνες του περιοδικού αυτού απείχαν έτη φωτός. Εδώ μέσα υπήρχε τέχνη, αισθητική, καταλάβαινες τη γνώση. Ως έφηβος δεν μαγείρευα και όλα αυτά τα έβλεπα τελείως ακαδημαϊκά, σαν να διαβάζω ένα βιβλίο, να ακούω έναν δίσκο. Ταξίδευα κυριολεκτικά μέσα από το «Gourmet», μπορούσα να μυρίσω τα αρώματα που ξεπηδούσαν από τις σελίδες, να αναγνωρίσω την υφή των υλικών και, πάνω απ' όλα, νόμιζα πως ανήκα στην ομάδα όσων διαβάζουν «Gourmet», άρα ένιωθα πολύ καλά.
Διάβασα κάπου σήμερα πως αυτό το έντυπο ήταν η «Vogue» των καλοφαγάδων και συμφώνησα. Είχε πάντα συνταγές, πρακτικές λύσεις κ.λπ., αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το θέμα. Νομίζω πως πιο πολύ ήθελε να σου αλλάξει τη γενικότερη στάση απέναντι στο φαγητό. Να καταλάβεις πως υπάρχει ομορφιά και, βεβαίως, παραπάνω απόλαυση από όση νόμιζες στο θέμα «μαγειρεύω». Η ποιότητα των θεμάτων του ήταν πολύ υψηλή, μέσα από τις σελίδες του πέρασαν λογοτέχνες που έγραψαν για τον δικό τους τρόπο με το φαγητό, καλλιτέχνες που έδωσαν άλλη υφή στην εικόνα του. Αυτό ήταν το έντυπο για διανοούμενους που ήθελαν ή ήξεραν να μαγειρεύουν τέλεια. Η μανία συνέχισε και στο στρατό και στις σπουδές, και κρατάει μέχρι σήμερα. Ήμουν πάντα περήφανος για τις δύο μου στοίβες με τα τεύχη, οι οποίες, βεβαίως ήταν άριστα ταξινομημένες, ανά χρονολογία και μήνα και όταν η μάνα μου μια φορά πέταξε κάποια από αυτά, έγιναν τεράστιοι καυγάδες. Τον περασμένο χρόνο ταξίδεψα στο Παρίσι και ακολούθησα τις οδηγίες της Ruth Reichl, οι οποίες βεβαίως ήταν ακριβέστατες.
Χθες ανακοινώθηκε από την Conde Nast το κλείσιμο του «Gourmet». Ο Σπύρος το ανέβασε στην ιστοσελίδα της LifO, από εκεί το πληροφορήθηκα, αν και ήξερα, όπως έχω αναφέρει και στα προηγούμενα «Ημερολόγια», πως κινδύνευε. Στενοχωρήθηκα πολύ, αισθάνθηκα την απώλεια για ένα πράγμα που ξέρω πως τώρα που τελείωσε τίποτα δεν πρόκειται να το αντικαταστήσει. Οι λόγοι, φυσικά, που έκλεισε είναι καθαρά οικονομικοί -είχε μια δραματική μείωση στα έσοδά του- εν αντιθέσει προς το πιο λαϊκό «Bon Apettit» που θα παραμείνει σε λειτουργία. Οι ειδικοί αποφάσισαν πως το κοινό προτιμά τα περιοδικά μαγειρικής που είναι πιο πολύ συνταγές και λιγότερα κείμενα και βεβαίως λιγότερο διανοουμενίστικα (κανείς δεν ενδιαφέρεται για food traveling στη Νιγηρία) και άρα λιγότερο intimidating για τους αδαείς και τεμπέληδες. Το «Gourmet» ήταν λέει σνομπ και απευθυνόταν σε πλούσιους connoisseurs και όχι στη μάζα.
Διαβάζω το άρθρο ενός εξωτερικού συντάκτη του «Gourmet» στην «Guardian» και μεταφράζω: «Μερικά χρόνια πριν έγραψα ένα κομμάτι στο "Gourmet" για την παμπ The Sportsman, μια gastropub στο Κεντ. Μια μέρα, τέσσερις κυρίες από το Τέξας σταμάτησαν ένα ταξί στο κεντρικό Λονδίνο και με το "Gourmet" ανά χείρας ζήτησαν από τον ταξιτζή να τις πάει σε αυτή την παμπ. Παραξενεμένος ο ταξιτζής τούς εξήγησε πως είναι πολύ μακριά και πως η κούρσα θα στοίχιζε τουλάχιστον 200 στερλίνες. Αυτές το δέχτηκαν, ήταν σίγουρες πως το γεύμα στη συγκεκριμένη παμπ θα δικαίωνε τα έξοδά του, αλλιώς δεν θα το έγραφε το "Gourmet"». Τέλος εποχής, αλλά τα παλιά τεύχη αποτελούν τεράστια κληρονομιά. Σας φιλώ.
σχόλια