Σάββατο 25/8, 14.00
Ξυπνάω μετά από μια σχεδόν άγρυπνη νύχτα – το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να ανοίξω την τηλεόραση να δω τι γίνεται με τις φωτιές. Φαντάζομαι πως τα πράγματα θα ’χουν καλυτερέψει. Το banner που τρέχει κάτω από την οθόνη με ενημερώνει: 41 νεκροί. Την ώρα που κοιμήθηκα οι νεκροί ήταν 21 –ο αριθμός μοιάζει με νοσηρή λοταρία– σαν να τραβάει κάποιος νούμερα από το μεταλλικό μαγικό καλαθάκι για την κλήρωση του ΛΟΤΤΟ. Η τηλεόραση δείχνει εικόνες από τη φωτιά στον Υμηττό – κάπου διακρίνω τον Καρατζαφέρη που βοηθά ασθμαίνοντας την πυρόσβεση. Βγαίνω στο δρόμο – η μυρωδιά του καπνού με χτυπάει στα ρουθούνια πριν καν ανοίξω την πόρτα. Η Βουλιαγμένης είναι άδεια κι ένα αρρωστημένο πορτοκαλί φως φωτίζει το οδόστρωμα, σαν να τα βλέπει κανείς όλα πίσω από ροζ γυαλιά ηλίου. Στάχτες στροβιλίζονται στον άνεμο, μπουκώνουν τον εξαερισμό των air condition, τρυπώνουν πίσω από διπλά τζάμια, βιτρίνες με γραβάτες, πουκάμισα και είδη μπεμπέ. Μπροστά από το λόφο του Αϊ-Γιάννη ο ήλιος −κόκκινος− φωτίζει μια ομάδα 5 αστυνομικών που κάθονται με τα χέρια σταυρωμένα και φυλάνε το λόφο. Εδώ που φτάσαμε φαίνεται σχεδόν λογικό − έτσι όπως πάμε θα πρέπει να φυλάνε τους πανσέδες με τα λάχανα έξω από την παλιά Βουλή.
Σιωπηλή διαμαρτυρία για τις πυρκαγιές στο Σύνταγμα, 29/8, 18.55
«Πενθούμε για την απώλεια των συνανθρώπων μας, χωρίς να συνδέουμε την πρωτοφανή περιβαλλοντική καταστροφή με πολιτικές σκοπιμότητες. Δίνουμε το παρόν και στεκόμαστε απειλητικά απέναντι σε οποιονδήποτε επιχειρήσεινα εκμεταλλευτεί την τραγωδία για οποιοδήποτε όφελος», έλεγε το e-mail.Καθόμαστε στη μέση της πλατείας Συντάγματος και βλέπουμε τον κόσμο που κατακλύζει τους δρόμους, τα σκαλιά και τις πλατείες: όλοι μαυροντυμένοι εκτός από μένα που είμαι ντυμένη με μπλε φόρεμα και παρδαλή χρυσή τσάντα σαν την τρελή του Σαγιό. (Θυμήθηκα το ολόμαυρο ντύσιμο όταν ήμουν ήδη στο τρένο.) Δεν είμαι σίγουρη γιατί είμαι εδώ. Νομίζω πως αισθάνομαι πως έτσι κάνω κάτι – μπορεί να μην κάνω και τίποτα. Αλλά τουλάχιστον είμαι εδώ, μέσα σε ένα πλήθος ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά, που δεν αισθάνονται την ανάγκη να ψάλουν κάποιο κουρασμένο τροπάριο – γιάπισσες, τρελά παιδιά της νύχτας, φρικιά, αναρχικοί, σεβάσμιοι κύριοι, μανάδες με παιδιά, γιαγιούλες. Όταν έχει πέσει η νύχτα, το μόνο που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι δυο τρεις γλάστρες που εξέχουν αυθάδικα μες στο πλήθος. Καθώς κατηφορίζω προς τη Σταδίου, πέφτω πάνω σε καμιά 50αρια άτομα με μάτια νοτισμένα από την ταξική οργή που καταφτάνουν αποφασιστικά προς τη διαμαρτυρία, φωνάζοντας για το δίκιο του εργάτη. Κρατούν πλακάτ του Μ.Λ. ΚΚΕ. Ο κόσμος τους κοιτά από απορημένα έως εχθρικά. Εγώ ανήκω στο δεύτερο στρατόπεδο, όχι γιατί έχω ιδιαίτερη αντιπάθεια ή συμπάθεια στο Μ.Λ. ΚΚΕ· μου ήταν –μέχρι τώρα– εντελώς αδιάφορο. Αναρωτιέμαι ειλικρινά: σε μια διαμαρτυρία που ο κόσμος διαμαρτύρεται όχι μόνο για τις πυρκαγιές, αλλά και για την εκμετάλλευση της τραγωδίας χάριν της προεκλογικής εκστρατείας, πόσο ηλίθιος πρέπει να είσαι για να εμφανιστείς με πλακάτ, ντουντούκες και πανό που λένε Μ.Λ. ΚΚΕ; Τι θα κερδίσεις; Ψήφους; Συμπάθεια; Μάλλον θα χάσεις και απ’ τα δυο.
σχόλια