Το σημείωμα της προηγούμενης εβδομάδας για το καφενείο Αυλή στου Ψυρρή είχε μεγάλη επιτυχία, διαβάστηκε πολύ και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, κυρίως όμως αρνητικά, για το γεγονός ότι αποκάλυπτε στο ευρύ κοινό ένα «μυστικό» μέρος που θα έπρεπε, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία κάποιων, να μείνει γνωστό μόνο σε μια μικρή «ελίτ». Διαφωνώ. Δεν πιστεύω στα «μυστικά» μέρη, παρόλο που και εμείς οι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούμε συχνά αυτό τον προσδιορισμό στα κείμενά μας. Όπως πολύ ωραία έγραψε και ο Μιχάλης Μιχαήλ στη στήλη του «Ημερολόγια Κουζίνας» πριν από μερικές εβδομάδες, όλη αυτή η εμμονή με τα «μυστικά» μέρη είναι εντελώς ανούσια στις περισσότερες περιπτώσεις και σπάνια αποδεικνύονται πραγματικές ανακαλύψεις, πέραν του καλτ της υπόθεσης (παραδείγματα δεκάδες). Επίσης, δεν πιστεύω ότι ένα «μυστικό» μέρος «χαλάει» από τη στιγμή που η διεύθυνσή του τυπώνεται κάτω από ένα κείμενο. Ένας μέρος είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό ο ιδιοκτήτης του. Αν αυτός θέλει να κρατήσει το μαγαζί του σταθερά ποιοτικό, θα το κάνει, ανεξάρτητα από το πόσα δημοσιεύματα θα γραφτούν γι’ αυτό ή πόσες φωτογραφίες θα ανέβουν στο Instagram (επίσης παραδείγματα δεκάδες). Αν πάντα αποσκοπούσε στο εύκολο κέρδος, τότε θα το «χαλάσει», αλλά, μάλλον, για να είναι τέτοιος τύπος, δεν θα είχε ποτέ καλό μαγαζί. Όσο για το επιχείρημα ότι «τώρα θα πλακώσει ο κάθε άσχετος και δεν θα βρίσκουμε τραπέζι», το βρίσκω τουλάχιστον φασιστικό.
Την περασμένη Τετάρτη προβλήθηκε σε avant premiere στο Αθήναιον το καταπληκτικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρης Αθυρίδη (που είχε κάνει και το T4 Trouble για τον Τέρρυ Παπαντίνα) Ένα βήμα μπροστά, με θέμα την προεκλογική καμπάνια του Γιάννη Μπουτάρη και τη νίκη του στις δημοτικές εκλογές της Θεσσαλονίκης. Διεισδυτικό, εικονοκλαστικό, καλομονταρισμένο, με χιούμορ και εξαιρετική μουσική από τον Τέρρυ Παπαντίνα και τον Σταύρο Γασπαράτο, μου θύμισε σε κάποιες σκηνές την οπερετική οπτική του Il Divo. Επίσης, ο Μπουτάρης απέδειξε ότι είναι ένας γνήσιος αντικομφορμιστής ευφυής ήρωας –πανκ θα έλεγα–που μπήκε στην πολιτική ακολουθώντας πιστά αυτό που είχε στο κεφάλι του από μικρό παιδί και δεν εντάχθηκε, στην ουσία, σε κανέναν πολιτικό χώρο. Ένας κανονικός άνθρωπος που δεν επέλεξε να κρύψει τα πάθη του, το παρελθόν του και τις (ακραίες για πολλούς) απόψεις του για να κερδίσει μια θέση στο δημαρχείο. Και ένας δήμαρχος που έχει καταφέρει να κάνει στην πόλη του πολλά πράγματα, τηρουμένων των αναλογιών της εποχής και της οικονομικής «τρύπας» που παρέλαβε από τους προηγούμενους. Βέβαια, όπως βλέπουμε και στο τέλος του ντοκιμαντέρ, ακόμα και ο σπουδαιότερος ήρωας δεν μπορεί να τα βάλει με ένα πράγμα: με έναν σωρό από σκουπίδια.
Την Πέμπτη, τα εγκαίνια της έκθεσης «Post Feminism» στο Ρομάντσο της Αναξαγόρα (που, όπως έχω ξαναγράψει, είναι ένα φανταστικό μέρος που ακόμα δεν έχει δείξει τη δυναμική του) μου θύμισαν κάτι από τις εποχές της αθηναϊκής ευδαιμονίας, όταν το glamorous ανακάλυπτε το underground και το FashionWeek έκανε πάρτι μέσα στην Κρεαταγορά, με τη μυρωδιά από το αίμα να μπλέκεται με τις αναθυμιάσεις της βότκας. Η έκθεση συμπεριλαμβάνει 14 φωτογραφίες (εμπνευσμένες από τον φεμινισμό του σήμερα) από ισάριθμους γνωστούς Έλληνες φωτογράφους μόδας και διοργανώνεται από το στυλιστικό δίδυμο D-Fine, οι οποίοι επιμελούνται το styling όλων των εικόνων, σε καλλιτεχνική επιμέλεια της ομάδας του eternaloptimist.com (η έκθεση συνεχίζεται μέχρι τις 14/4). Την ίδια στιγμή, στο Frown Tails της Αγίας Ελεούσης στου Ψυρρή, ο Μάριος Περάκης παρουσίαζε μια έκθεση με δικά του σκίτσα και κείμενα με τίτλο «How to manipulate delusions». Ο Περάκης, γνωστός περιηγητής του ιστορικού κέντρου, αυθεντικός μποέμ και καλό παιδί, είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που ζωγραφίζει όπου βρει – σε χαρτοπετσέτες, σε διάφορα τετραδιάκια που κουβαλάει μαζί του, σε τραπεζομάντηλα και πάνω στις ετικέτες της μπίρας. Τα σχέδιά του, φτιαγμένα πάντα με μαύρο μαρκαδόρο, θυμίζουν αμερικανικά κόμικ, αν και, όπως λέει ο ίδιος, δεν είναι κόμικ γιατί δεν έχουν ιστορίες (μολονότι έχουν μερικές φορές). Τέρατα, αρκουδάκια, πάπιες, ήρωες από καρτούν, δέντρα που μιλάνε, βιτριολικό χιούμορ και μερικά πολυσύνθετα σκίτσα που πρέπει να τα κοιτάς αρκετή ώρα για να ανακαλύψεις του κρυμμένους χαρακτήρες του Μάριου ή μια παράλληλη δράση στην πάνω αριστερά γωνιά του χαρτιού.
Την Παρασκευή, στο Gagarin, στην πιο πολυαναμενόμενη συναυλία των τελευταίων εβδομάδων, οι Soft Moon απέδειξαν γιατί έχουν τη φήμη μιας από τις καλύτερες νέες live μπάντες εκεί έξω. Πολυκατοικίες άψογου ήχου, ένα καταπληκτικό light show που ακύρωσε τη δουλειά των επαγγελματιών φωτογράφων, γιατί ακόμα και με παλιό κινητό να έβγαζες φωτογραφία στη σκηνή το αποτέλεσμα ήταν τέλειο, και περίπου 52 λεπτά στιβαρού darkwave που σε έστελνε περίπου 30 χρόνια πίσω στο μίζερο Μάντσεστερ. Ακούστηκαν κάποιες γκρίνιες για το μικρής διάρκειας σετ, αλλά όταν μια συναυλία είναι τόσο καλά δομημένη και συμπυκνωμένη, δεν θες παραπάνω. Επίσης, σκεφτόμουν ότι το Gagarin, ύστερα από δέκα χρόνια λειτουργίας πια, έχει καταφέρει να αποκτήσει στο συναυλιακό υποσυνείδητό μας μια θέση δίπλα σε αυτήν του Ρόδον, καταρρίπτοντας τις αντιδράσεις μερικών τα πρώτα χρόνια ότι «δεν είναι σαν το Ρόδον». Ο κόσμος, οι μπίρες που έχουν χυθεί στο πάτωμα, τα εκατομμύρια τσιγάρα που έχουν ποτίσει τους τοίχους του, τα συνθήματα από μπάντες στα καμαρίνια, τα συγκροτήματα που έχουν ανέβει στη σκηνή του, το patchwork από αυτοκόλλητα και tags στις τουαλέτες, όλα αυτά και άλλα πολλά μεταμορφώνουν ένα λαϊβάδικο σε «μυθικό» με τα χρόνια. Από την πρώτη συναυλία με τον Barry Adamson, τη μαγική νύχτα με τους Flaming Lips, μέχρι και αυτή των Soft Moon της προηγούμενης εβδομάδας , στο Gagarin γράφεται συναυλιακή ιστορία και αυτό δεν είναι λίγο.
Την Κυριακή, στον Ελαιώνα, η καλλιτέχνις Μαρία Παπαδημητρίου έστησε ένα απίθανο γλέντι σε μια (μυστική) αυλή ανάμεσα σε παράγκες και μισογκρεμισμένα χαμόσπιτα. Η Παπαδημητρίου έχει βάλει έξω από την «καντίνα φαγητού και πολιτισμού» (όπως την αποκαλεί), πάνω σε ένα κτίριο της οδού Μαρκόνι, μια πινακίδα που συμπυκνώνει όλο το νεοελληνικό κιτς και γράφει «Souzy Tros, Loveless, Hot trahanas, air conditioned». Μέσα στον χώρο ωραία στρωμένα τραπέζια που σχηματίζουν ένα μεγάλο πι, στη μέση μια ορχήστρα τσιγγάνων με κλαρίνο, ακορντεόν κι ένας τρομπετίστας με κρεμ κοστούμι (ο Λούις Άρμστρονγκ των φτωχών), ένα τραπέζι με δύο τεράστια τσικάλια όπου ο Μιχάλης Μανιάτης μαγείρευε πένες με πέστο και φασολάκια, στην άλλη άκρη τα ταψιά με τα φαγητά που έφερναν οι καλεσμένοι, ωραίο κρασί, ελληνικός καφές και τσιγγανάκια να τρέχουν ανάμεσα σε σκύλους και να γεμίζουν το πιάτο τους με φαγητό. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, μια μπόρα φαινόταν ότι θα έρθει από την άλλη άκρη της πόλης, όμως κανένας δεν πτοήθηκε. Ζευγάρια χόρευαν βαλς, ταγκό και δημοτικά, τα πιάτα γέμιζαν συνέχεια με ωραίες πίτες και σαλάτες, τα γέλια αντηχούσαν σε όλη τη γειτονιά και όλα σταμάτησαν όταν έκανε την εμφάνισή της η Μαρία, το αηδόνι του Ελαιώνα, μια ντροπαλή κοπέλα που όταν έπιασε το μικρόφωνο και τραγούδησε το «Ένα βράδυ που ‘βρεχε», παραλίγο να ραγίσουν τα τσιμέντα και να εξαφανιστούν τα σύννεφα από τον ουρανό.
σχόλια