«Τσίτα τα γκάζια», κατά τη γνωστή έκφραση. Και ο άλλος, βέβαια, το σανίδωνε, έσπαζε το κοντέρ και όποιον πάρει ο χάρος.
Πόσοι πέθαναν έτσι; Πόσοι έμειναν μισοί; Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες τις τελευταίες δεκαετίες. Στις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων και σε αγροτικούς δρόμους, στη βαθιά επαρχία και στην Ποσειδώνος. Ένας μεγάλος διαταξικός χορός του θανάτου, μια κανονική σφαγή όπου ανάμεσα στους θύτες μπορούσες να βρεις τον υπάλληλο του μηχανουργείου, τον φρέσκο ανθυπολοχαγό με τo κόκκινο Corolla ή και τον γιο του μεγαλοεπιχειρηματία με τη Ferrari ή την Porsche.
Μέσα σε δύο δεκαετίες γρήγορης κοινωνικής ανόδου και με πολλές, διάσπαρτες εικόνες ευμάρειας είδαμε μια μαζική σχεδόν πρόσβαση Ελλήνων από τα μεσαία στρώματα σε αυτοκίνητα πολυτελείας μεγάλου κυβισμού και προστιθέμενου κύρους. Περνούσαν καμαρωτές οι μαύρες BMW με ύφος αγέρωχο και οι Μερσεντές με τα σταυρουδάκια και τις χάντρες στον καθρέφτη. Τα φιμέ τζάμια και η δυνατή μουσική που θέλει να ξεσηκώσει τους πάντες έγιναν κομμάτι του θεάτρου της καθημερινότητας. Ο μανάβης, ο μικροεργολάβος της γειτονιάς που ανοίχτηκε, ο ανθοπώλης από τις δυτικές συνοικίες, πολλοί μπορούσαν πια να κάνουν το κομμάτι τους. Και ανάμεσά τους υπήρξαν και λαϊκά παιδιά που ανέρχονταν ή που φαντάζονταν πως σκαρφάλωσαν στον Όλυμπο της ελληνικής «υπερταξικής» μεσαίας τάξης.
Αν εξαιρέσει κανείς την εξαναγκαστική επιτάχυνση (λ.χ. του παιδιού του delivery ή άλλων εργαζόμενων στις ταχυμεταφορές), το να ανεβάζουμε στροφές και να αφήνουμε πίσω μας τους άλλους έχει γίνει αυτόματη επιλογή: είναι πια ο τρόπος να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που καμιά φορά ονομάζουμε σύγχρονη τρέλα.
Πέρα, όμως, από αυτές τις εικόνες και την αλήθεια τους, ξεχνάμε, νομίζω, τη νεότητα. Αυτήν τη συνθήκη του ανθρώπου που τον κάνει να θέλει να «επιταχύνει», αγνοώντας τους κανόνες και τις κουραστικές, αποτρεπτικές οδηγίες – όταν κάποιος θέλει να κάνει το δικό του, αδιαφορώντας για τις τυχόν συνέπειες. Αυτός είναι ένας τερατώδης, φυσικός εγωισμός που δεν ξέρω αν έχει σχέση με τη συμβατική κοινωνική μας ανάλυση. Μπορεί το στερεότυπο του ανατρεπτικού νέου να έχει καταρρεύσει στις ιδεολογικές του εκδοχές, αλλά οι λόγοι της αποκοτιάς και του παιχνιδιού με τον κίνδυνο ζουν και βασιλεύουν. Σε λιγότερους, ίσως, από παλιά, αλλά εξακολουθούν. Μέχρι και οι κόντρες στην παραλιακή ήταν στην επικαιρότητα πριν από λίγο καιρό, με τρόπο που σε μερικούς από εμάς θύμιζε τη δεκαετία του '80.
Πώς μπορούν, λοιπόν, όλες αυτές οι όψεις να χωρέσουν στο σχήμα για τα πλουσιόπαιδα και τα κακομαθημένα των κολεγίων; Πώς γίνεται να ξεπροβάλει η ίδια αυτάρεσκη «ταξική» γραμμή που κυκλοφορεί, δεκαετίες τώρα, ως διαγνωστική πανάκεια;
Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα μείγμα κοινωνικού κατηγορώ και παραδοσιακών ηθικών κατακρίσεων. Και αυτό το χαρμάνι το συναντάμε ήδη (στην πιο μελοδραματική του εκδοχή) στις παλιές ελληνικές ταινίες, όπου το ανεύθυνο, άχρηστο και τυχοδιωκτικό πλουσιόπαιδο έπαιρνε στον λαιμό του αθώα κορίτσια και φιλότιμους νέους.
Με αυτό τον τρόπο, φυσικά, δεν αγγίζεις το θέμα με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς των δρόμων μας. Δεν πας να εξηγήσεις κάτι. Απλώς επιδιώκεις να φτιάξεις ένα βολικό σχήμα και το κάδρο για να κρεμάσεις τους εχθρούς σου.
Από μια τέτοια μανιώδη αναζήτηση του εχθρού ξεκινάει η πρόχειρη κοινωνιολογία της ενοχής και της αθώωσης. Διότι καθετί μπορεί, με λίγη προσπάθεια, να συνδεθεί με ένα γενικό πλαίσιο, με το σύστημα, τις κοινωνικές τάξεις, τον καπιταλισμό ή και με την ελληνική ψυχή. Ανάλογα με το αν το σχόλιο θέλει να φτάσει στον νεοφιλελεύθερο εφιάλτη ή σε αυτή την έρημη «νοοτροπία του Έλληνα που δεν αλλάζει».
Ως γνωστόν, τα δράματα αυτής της χώρας έχουν αριστερές ή δεξιές απολήξεις: μικρά και μεγάλα δεινά της ζωής προσφέρουν την πρώτη ύλη για να επαναλάβουν κάποιοι το «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε» και για να απαντήσουν οι άλλοι, με τα ανίατα ελαττώματα της φυλής και τις εθνικές μας κακοδαιμονίες.
Τι λέμε, λοιπόν, για τα τερατώδη δυστυχήματα; Είναι απλώς η εκάστοτε κακή στιγμή και μια ατομική αποκοτιά; Είναι η τραγικά κακή τύχη όσων βρέθηκαν στο λάθος μέρος; Αν όμως οι περισσότεροι θάνατοι στην άσφαλτο οφείλονται στην υπερβολική ταχύτητα –που σε ορισμένα αυτοκίνητα έχει τεράστιες δυνατότητες–, το θέμα μπορεί και να αγγίζει μια ευρύτερη διάσταση. Γιατί πάνω στις υψηλές ταχύτητες στηρίζεται ένας ολόκληρος πολιτισμός. Η σμίκρυνση των αποστάσεων και το προσπέρασμα των νεκρών χρόνων είναι ο τρόπος μας να υπάρχουμε και να επιθυμούμε ως σύγχρονοι άνθρωποι. Δεν είναι πλέον ζήτημα «κοινωνικού συστήματος» αλλά ανθρωπολογικό πρόβλημα.
Αν εξαιρέσει κανείς την εξαναγκαστική επιτάχυνση (λ.χ. του παιδιού του delivery ή άλλων εργαζόμενων στις ταχυμεταφορές), το να ανεβάζουμε στροφές και να αφήνουμε πίσω μας τους άλλους έχει γίνει αυτόματη επιλογή: είναι πια ο τρόπος να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που καμιά φορά ονομάζουμε σύγχρονη τρέλα.
Με μια έννοια, η οδηγητική παραφορά μοιάζει με ακραία στιγμή μιας κανονικότητας που δεν της λείπει η τρέλα. Μιας «κανονικότητας» που έχει, δηλαδή, πρόβλημα με τα όρια και κυρίως με τον αυτοπεριορισμό και το ήθος της αυτοσυγκράτησης.
Ωστόσο, νηφάλια και αυτοσυγκρατημένη κοινωνική και ψυχική πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο στη φαντασία κάποιων πολύ φιλόδοξων ορθολογιστών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως παραιτούμαστε από τα όρια και την αναζήτηση ενός μέτρου. Ούτε ότι παύουμε να αναζητάμε τις ευθύνες των προσώπων και τη μάθηση των τυπικών και άτυπων κανόνων που κάνουν τη ζωή μας λιγότερο ευάλωτη στην αυθαίρετη βία του ενός και του άλλου.
Αυτό που δεν χρειαζόμαστε πια είναι οι ιδεολογικές ηθογραφίες και η γραφική παραφορά που παίρνουν στα σόσιαλ μίντια. Η «ταξική» εγκληματολογία ή «αταξική» ψυχολογία του Έλληνα που κονταροχτυπιούνται στη σκηνή της κρίσης μας. Ελπίζω, μόνο, όχι μέχρι τελικής πτώσεως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια