Λέγεται συχνά ότι «αυτή η Ευρώπη» δεν είναι, λοιπόν, η Ευρώπη των ευρωπαϊστών πολιτικών της παλιάς σχολής. Δεν είναι μια ενάρετη επικράτεια όπου βασιλεύουν η ελευθερία και η ισότητα αλλά το μεγάλο αντιφατικό πεδίο μιας συνύπαρξης που τα έχει όλα: και εθνικούς εγωισμούς και γραφειοκρατικούς παραλογισμούς και αρκετό συντηρητισμό. Όπως φάνηκε σε πολλές περιπτώσεις, δεν αποδέχεται εύκολα αλλαγές στη λειτουργία, στους δημόσιους στόχους και στις λύσεις που συμφωνούνται με κόπο και πολλές δυσαρέσκειες μικρών εθνών ή μεγάλων χωρών.
Ο παλιός καλός ευρωπαϊσμός υπέφερε από ένα οξύ φιλολογικό σύνδρομο. Οι κλασικοί φιλοευρωπαίοι διανοούμενοι και πολιτικοί δεν άντεχαν τις τεχνοκρατικές απαιτήσεις, το παζάρι για τις ποσοστώσεις ή την κακόηχη, συχνά, γλώσσα των «κοινοτικών οδηγιών». Και όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση και ξεχώρισε το ελληνικό ζήτημα, η ευρωπαϊκή ιδέα ήταν ήδη κουρασμένη και δίχως λάμψη. Είχε ήδη ανατείλει η εποχή της καχυποψίας, της αγανάκτησης και του θυμού για το «τέρας των Βρυξελλών». Παρά το ότι ένας φιλοευρωπαϊσμός του συμφέροντος ήταν πάντα πλειοψηφικό ρεύμα στην Ελλάδα, εδώ και καιρό βαθαίνει το ρήγμα. Η ταύτιση της Ευρώπης με την «οικονομική τιμωρία» θα αλλάξει τα συναισθήματα και τις στάσεις πολλών πολιτών. Παρ' όλα αυτά, δεν έχουμε μια μαζική μετατόπιση προς έναν ξεκάθαρο αντιευρωπαϊσμό αλλά ξεσπάσματα του θυμικού κατά των άδικων ξένων.
Η κυβέρνηση αιχμαλωτίζεται σε ένα κλίμα εχθροπραξιών. Κινητοποιεί τον λαό του «όχι» εναντίον των «εθελόδουλων» δίχως να υπολογίζει τους κινδύνους για την επόμενη μέρα.
Ο ΣYΡΙΖΑ διαχειρίστηκε αυτή την αμφιθυμία μαζί με τη σταδιακή απογοήτευση πρώην οπαδών της «ενωμένης Ευρώπης». Μα, είναι αυτό το πράγμα η Ευρώπη που θέλαμε; Μήπως είναι κάτι σαν τη σοβιετική αυτοκρατορία της παρακμής; Μια ελίτ που οργανώνει τη λιτότητα, την πίεση των λίγων στους πολλούς, την αντι-δημοκρατία;
Σε αυτά τα ερωτήματα η εμπειρία της κρίσης πρόσθεσε κάποιες βεβαιότητες. Ότι, ας πούμε, «δεν μας αγαπούν», ούτε μας σέβονται, ότι συνωμοτούν εναντίον μας και ζητούν να «μας έχουν αποικία». Οι λέξεις των ριζοσπαστών θεωρητικών συναντήθηκαν με το αιώνιο ελληνικό παράπονο.
Οι βεβαιότητες γύρω από έναν ανάδελφο και ανεπιθύμητο λαό κατοικούν στα βαθιά της ελληνικής ιδεολογίας. Ανέβηκαν όμως αμέσως στην επιφάνεια όταν η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. δεν άλλαζε αισθητά τα πράγματα. Η βουτιά σε ταπεινούς όρους και ποσοστώσεις (ΦΠΑ, φορολογικά κ.λπ.) έγινε με βασανιστικό και αργό τρόπο. Από την αρχή η κυβέρνηση δεν ήθελε να διαπραγματευτεί με αριθμούς και «τεχνικά δεδομένα». Επιδίωκε, όπως έχει ειπωθεί ανοιχτά, να μετατοπίσει τη συζήτηση σε ζητήματα αρχών, σε διαλόγους περί δημοκρατίας και λαϊκής νομιμοποίησης.
Να όμως που αυτή η επιλογή φτάνει τώρα σε μια δραματική κορύφωση. Η κυβέρνηση επαναφέρει το θέμα της δημοκρατίας ή της λαϊκής κυριαρχίας, παρουσιάζοντας όλους τους συνομιλητές της ως ψεύτες πραξικοπηματίες και αντιδημοκράτες. Ξεχνώντας πλήρως τις ρεαλιστικές υποθήκες του παλιού ευρωπαϊσμού, επενδύει πάλι στο πληγωμένο συναίσθημα των ανθρώπων. Κείμενα και λόγοι κομματικοί αναφέρονται πάλι διαρκώς σε περηφάνια και υποτέλεια, σε αξιοπρέπεια και υποταγή. Ο κόσμος μας χωρίζεται σε ηθικά στρατόπεδα.
Από διάφορες πλευρές επιβραβεύεται έτσι μια νέα ριζοσπαστική στάση που «δεν έχει πλέον πρόβλημα» να μελετήσει την έξοδο από το ευρώ ή να δοκιμάσει και άλλες ρήξεις.
Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που τα θεωρούν όλα αυτά μια έσχατη κίνηση σε μια σκληρή διαπραγμάτευση. Αλλά με το κλείσιμο των τραπεζών, την ανάφλεξη στο πολιτικό σκηνικό και την ανταλλαγή θερμών πυρών στα κοινωνικά μέσα φτιάχνεται μια νοσηρή ατμόσφαιρα. Τα λόγια του μίσους φέρνουν πιο κοντά τη ρήξη, ακόμα και αν οι κυβερνώντες και ο Αλέξης Τσίπρας εννοούν το δημοψήφισμα ως πρόκληση για συμφωνία και όχι ως κόψιμο της γέφυρας.
Και εδώ βλέπει κανείς τη μεγάλη και τραγική παγίδευση. Η κυβέρνηση αιχμαλωτίζεται σε ένα κλίμα εχθροπραξιών. Κινητοποιεί τον λαό του «όχι» εναντίον των «εθελόδουλων» δίχως να υπολογίζει τους κινδύνους για την επόμενη μέρα. Γκρεμίζοντας τις γέφυρες με άλλες κυβερνήσεις και την ηγεσία της Ευρώπης, παλινορθώνει ουσιαστικά το πνεύμα των πλατειών του 2011, ενώ κυβερνά ήδη πέντε μήνες. Για όσους βέβαια έχουν ταυτίσει την Αριστερά με τη διαρκή εξέγερση και την καταγγελία του άδικου, η σύγκρουση του «ναι» και του «όχι» είναι επιβεβαίωση της αρχικής ιδέας με την οποία προσέγγισαν την πραγματικότητα: ότι η κρίση χωρίζει εν τέλει τους συμβιβασμένους και τους ασυμβίβαστους, τους πλούσιους και τους φτωχούς, τους αστούς ή τους συμμάχους και τον λαό.
Το δημοψήφισμα συνιστά έτσι απότομη βουτιά στην απατηλή διαίρεση του κόσμου ανάμεσα στους «καταστροφείς» και στους «σωτήρες». Και το «όχι» γίνεται για άλλη μια φορά η αγαπημένη λέξη μιας Αριστεράς που αρνείται να σκεφτεί τις συνέπειες και κολακεύεται να συνομιλεί με την «ένδοξη Ιστορία του λαού μας».
Είναι όμως αυτή η επίδειξη πυγμής προς τους εταίρους-δανειστές ο δρόμος προς περισσότερη δημοκρατία; Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, είναι πιθανή, δυστυχώς, η άλλη έκβαση: να ταυτιστεί η Αριστερά στα μάτια των πολιτών με τη βίαιη αποδιοργάνωση της καθημερινότητας, τις ουρές ή τα μεγάλα λόγια που συνοδεύονται από αλλοπρόσαλλες κι επιπόλαιες πράξεις.
Η έξοδος από το ενιαίο νόμισμα και πολύ περισσότερο η ρήξη με το «ευρωσύστημα» παραμένουν μια μειοψηφική επιλογή στην ελληνική κοινωνία. Ο κίνδυνος είναι να φανούν πλειοψηφικό ρεύμα την Κυριακή το βράδυ, εάν δώσει τον τόνο της βραδιάς η συνάθροιση των ετερόκλητων «όχι»: αν τα εθνικιστικά, αριστερά, «υπαρξιακά» ή άλλα «όχι» ορθώσουν ένα τείχος ανάμεσα στη χώρα και σε μια ιστορική επιλογή βάθους. Εκτός αν συμβεί το θαύμα και οι εξελίξεις ανοίξουν πάλι ένα περιθώριο ελπίδας πριν φτάσουμε στα παραβάν της Κυριακής.
σχόλια