Η Αφροδίτη Μάνου επιτέθηκε, λοιπόν, στο «τέρας Σόιμπλε» και τα λόγια της στο Facebook έγιναν, όπως θα περίμενε κανείς, ένα από τα θέματα των ημερών. Σκάνδαλο κακολογίας για κάποιους, δείγμα ελεύθερου λόγου για πολλούς άλλους – για τους περισσότερους. Όμως, οι πιο πολλές από τις αντιδράσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας στάθηκαν στη συγκεκριμένη τραγουδίστρια και στο ύφος των λόγων της. Έμεινε έτσι στη σκιά αυτό το οποίο ξεπερνάει τις ιδιορρυθμίες ενός υβριστικού στάτους. Τα φώτα έπεσαν σε μια παρεκτροπή, ενώ το πρόβλημα είναι η ίδια η ιδεολογία του έντεχνου, η οποία, εδώ και πολλές δεκαετίες, καθαγιάζει τη ρητορική του δίκαιου ελληνικού παραπόνου. Έτσι, λέω πως τα όσα έγραψε η Μάνου για τον Σόιμπλε μπορεί να θεωρηθούν έσχατη και ακραία κατάληξη των διάσημων στίχων από το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου:
Προσκυνώ τη χάρη σου, λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω, λαέ μου, τα έργα σου.
Σαν εκδοχή από την εποχή της Αγανάκτησης – με όλο το φραστικό όργιο που έχει αποδεσμευτεί στον αέρα τα χρόνια αυτά. Στην ουσία, όμως, έχουμε την επανάληψη της βεβαιότητας ότι τα παραπονεμένα και θυμωμένα λόγια μας ριζώνουν σε ένα «άδικο» που φυσικά το «ζούμε από τη κούνια μας». Δίχως λυρικές περιφράσεις πια, η έντεχνη ευαισθησία φανερώνει τον έρωτά της με την εικόνα του λαού-θύματος που το βασανίζουν οι ξένες δυνάμεις.
Δεν αναφέρομαι εδώ στην αισθητική ποιότητα ενός μουσικού ιδιώματος. Στην πρωταρχική ορμή του, ιδιαίτερα τις πρώτες μεταπολιτευτικές στιγμές, γεννήθηκαν πολύ σημαντικά τραγούδια και εξαιρετικές ερμηνείες: ο Μεράντζας, ο Πανδής, η Μαρία Δημητριάδη και τόσοι άλλοι. Ακόμα και όσοι δεν το ακολουθήσαμε ως πιστοί ακροατές, σταθήκαμε συγκινημένα σε επιμέρους στιγμές και παραδείγματα. Ταλέντα, ενέργεια, ποιητικό αποτέλεσμα, όλα αυτά είναι παρόντα σε τούτη την υπο-ήπειρο του ελληνικού τραγουδιού, παρά την οίηση και τις κουραστικές πόζες που εμφανίστηκαν στη συνέχεια.
Γύρω, όμως, από την υπόθεση του «έντεχνου» συγκροτήθηκε ένας ολόκληρος ιδεολογικός μηχανισμός. Είτε στις αμιγώς πολιτικές της εκδοχές είτε στην πιο μελαγχολική και περιπαθή μετεξέλιξή της, η ιδεολογία του έντεχνου θα ακουμπήσει ευλαβικά το είδωλο του υπό διωγμόν Έλληνα. Τον εξορίζουν, τάχα, από τη γλώσσα του, του στερούν την πατρίδα του, θέλουν να τον μετατρέψουν σε υποχείριο της νέας τάξης πραγμάτων. Ποιοι; Μα, οι «αφέντες», οι ξένοι δυνάστες, το Σύστημα. Οι κατεξοχήν άνθρωποι των μικροσυστημάτων θα γίνουν οι κατά φαντασίαν αντιφρονούντες του Συστήματος.
Το έντεχνο ως υποείδος μπορεί να αρέσει ή όχι. Το ότι δεν αρκέστηκε εκεί και ορέχτηκε τον ρόλο της ποιητικής και πολιτικής πρωτοπορίας για πεφωτισμένους μικροαστούς, αυτό στάθηκε μοιραίο. Και η ανάρτηση της Αφροδίτης Μάνου είναι απλώς ένα ελατήριο που τινάζεται κάνοντας κρότο. Τίποτα περισσότερο, πέρα από την καταγγελία της μπαρμπαριάς και των Φράγκων
Μια υπόθεση των μικροαστικών μερίδων και ιδιαίτερα των πτυχιούχων της Μεταπολίτευσης (γιατί και το έντεχνο είναι μια υπόθεση κατά βάση μεσοαστική) κολάκευσε την «αντιστασιακή» ποιητική φλέβα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Σε μια κοινωνία που δανειζόταν τα σχήματα της σύγχρονης ζωής και αντλούσε ηδονές από τους εξαμερικανισμούς της (αρκεί να έμεναν ανομολόγητοι), έδωσε το άλλοθι της ποιοτικής διαφοράς. Η ιδεολογία του έντεχνου έγινε έτσι το πρώτο εργαστήριο για το πάντρεμα των δύο εθνικισμών, του συντηρητικού και του προοδευτικού.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που οι ιμάντες του έντεχνου προσκολλήθηκαν στο ΠΑΣΟΚ (αρχικά) και στο ΚΚΕ σε βάθος χρόνου και έως σήμερα. Δεν είναι θέμα κομματικής ταύτισης, ούτε καν πολιτικής ευαισθησίας. Απλώς εκεί, σε μια ορισμένη παραδοσιακή ή, μάλλον, παραδοσιακότροπη και κρατικιστική Αριστερά ο έντεχνος καλλιτέχνης αναζητούσε ένα σταθερό κοινό που μπορεί να μην του άρεσαν η Ευρώπη και τα πολιτιστικά «υποπροϊόντα» της παγκοσμιοποίησης.
Ο αντι-ευρωπαϊσμός, η λιγοθυμιά με την ιθαγένεια, η Ανατολή και οι ρίζες, όλα αυτά τα μοτίβα βρήκαν τους τόνους και τις ρίμες τους. Δέθηκαν αρμονικά με την αφ' υψηλού περιφρόνηση γι' αυτό που γινόταν η μπανάλ, υλιστική Ελλάδα της ευημερίας. Με κάποιες εύλογες ενοχές για τις ασχήμιες και τις αποτυχίες των εκσυγχρονισμών μας.
Στη θέση της απλής τραγουδοποιίας (που είναι μεγάλη υπόθεση, ακριβώς επειδή παραμένει απλή) σμιλεύτηκε μια εθνική ιδεολογία με αλυτρωτικές αξιώσεις: το προς λύτρωση δεν ήταν πια η πόλη ή ένας τόπος αλλά η ίδια η ψυχή του νεοέλληνα. Ήταν το βίωμα που υποτίθεται πως γύρευε εκδίκηση, όπως και τα όνειρα στο γνωστό σύνθημα.
Το βίωμα της κρίσης ως δωρεάν συναισθηματισμός κάλυψε τα ερωτήματα. Σκέπασε τα πάντα κάτω από την ομίχλη του «άδικου» και του «δίκιου». Και ύστερα ήρθε και το τέλος των ενδοιασμών για το τι μπορεί να ειπωθεί δημόσια. Τα μαρτύρια του λαού υπαγόρευαν στον καλλιτέχνη το καθήκον να ευχηθεί το γκρεμνοτσάκισμα του κακού σακάτη. Η έντεχνη ιδεολογία έχασε, κατά καιρούς, τη λεπτή, μεταξένια υφή της και πέρασε από τα ταπεινά ρακόμελα στις αγχόνες.
Σφηνώθηκε η ιδέα πως κάθε τραγουδιστής είναι κάτι παραπάνω από ερμηνευτής. Πως είναι κάτι ποιοτικά υπέρτερο από το ποπ εφήμερο και κάτι ανώτερο από έναν συνομιλητή εύθραυστων, ατομικών κόσμων. Αυτή ακριβώς η μεγαλομανία γύρω από το αυθεντικά λαϊκό και το ξεχωριστά αισθαντικό κατασκεύασε το έντεχνο ως μαζικό υποκατάστατο του προοδευτικού πολιτισμού.
Από κει και πέρα, όμως, υπάρχουν πάντα οι σημαντικοί καλλιτέχνες, τα όμορφα τραγούδια, οι κοινότητες μνήμης και οι ανώδυνες νοσταλγίες που μας παρηγορούν. Υπάρχουν οι δίσκοι, τα ονόματα, οι ημερομηνίες που συγκρατούμε ή τις έχουμε ξεχάσει και μας τις υπενθυμίζει η φιλόστοργος Google.
Το έντεχνο ως υποείδος μπορεί να αρέσει ή όχι. Το ότι δεν αρκέστηκε εκεί και ορέχτηκε τον ρόλο της ποιητικής και πολιτικής πρωτοπορίας για πεφωτισμένους μικροαστούς, αυτό στάθηκε μοιραίο. Και η ανάρτηση της Αφροδίτης Μάνου είναι απλώς ένα ελατήριο που τινάζεται κάνοντας κρότο. Τίποτα περισσότερο, πέρα από την καταγγελία της μπαρμπαριάς και των Φράγκων.