Ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται ξανά, πράγμα που φέρνει χαρά ή αγωνία στα επιτελεία των κομμάτων και σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις σαν θρίλερ. Αξίζει, όμως, να αποκωδικοποιήσει κανείς κάποια δεδομένα της συγκυρίας χωρίς προγνώσεις για το τι θα συμβεί τελικά με την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση μετά τον «διαχωρισμό» και την έξοδο Καμμένου και ΑΝ.ΕΛ.(;).
Το πρώτο δεδομένο είναι ότι αυτό που διαμορφώθηκε στο πέρασμα του χρόνου, η ώσμωση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛ. σε έναν συνδυασμό λαϊκισμού και ιλιγγιώδους οπορτουνισμού, περνάει στην εφεδρεία. Η κυρίαρχη επιθυμία των καινούργιων ελίτ που έχουν προκύψει τα τρία τελευταία χρόνια στο ευρύτερο κράτος είναι η κατάληψη όλου του «δημοκρατικού χώρου», ωθώντας συγχρόνως το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας προς τα δεξιά. Αυτό το τελευταίο φαίνεται, εν μέρει, να επιτυγχάνεται. Ο πρώην υπουργός Άμυνας βγήκε τώρα έξω από το κυβερνητικό κάδρο, με μοναδική ελπίδα να ανακτήσει κάποια αξιοπιστία στον γαλαξία του αναβράζοντος εθνικισμού. Αυτός ο δεξιός εθνικισμός (ο υπαρκτός και κατά τόπους ισχυρός), δε, είναι παραδόξως και η μεγάλη ευκαιρία για την τέως «ριζοσπαστική Αριστερά» να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να απωθεί κάθε αυτοκριτική ουσίας και να αθωώνει, με ιστορικές αναδρομές στις μαύρες περιόδους των αντιπάλων της, τις «αυταπάτες», δηλαδή τις λάθος πολιτικές και τις τραγικές αναλύσεις.
Το δεύτερο δεδομένο είναι πως κυβέρνηση, αλλά και πολλοί στην αντιπολίτευση, επιδιώκουν να παγιώσουν τον πολιτικό ανταγωνισμό σε ένα χαμηλό επίπεδο που μυρίζει ναφθαλίνη: από τη μία οι προοδευτικές δυνάμεις και ο αντιφασισμός, από την άλλη αντιπολιτευόμενοι που καταγγέλλουν τον «εθνομηδενισμό» των Πρεσπών και αρχίζουν να παίζουν με θέματα ταυτότητας (οι «ευαισθησίες των Ελλήνων» και άλλα δημαγωγικά και χιλιοπαιγμένα χαρτιά).
Κυβέρνηση, αλλά και πολλοί στην αντιπολίτευση, επιδιώκουν να παγιώσουν τον πολιτικό ανταγωνισμό σε ένα χαμηλό επίπεδο που μυρίζει ναφθαλίνη: από τη μια οι προοδευτικές δυνάμεις και ο αντιφασισμός, από την άλλη αντιπολιτευόμενοι που καταγγέλλουν τον «εθνομηδενισμό» των Πρεσπών και αρχίζουν να παίζουν με θέματα ταυτότητας.
Το τρίτο δεδομένο είναι ο θρίαμβος των ρηχών τακτικισμών και της πιο φθαρμένης πολιτικάντικης πολιτικής. Αυτό που έχει συμβεί από καιρό στη χώρα είναι ότι η αποδόμηση του ριζοσπαστισμού (κυρίως από την ίδια την κυβέρνηση) και η βουβή επέκταση συντηρητικών τάσεων έχει ενισχύσει παρακμιακές καταστάσεις: την επιδοματική αναξιοπρέπεια ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων και καινούργιες αυταπάτες «δημόσιας εξασφάλισης» που προπαγανδίζονται ως αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους.
Τέλος, ένα τέταρτο δεδομένο είναι πως δεν πείθουν ούτε ο λόγος του φιλελεύθερου μεταρρυθμισμού ούτε ο αντίθετος λόγος της αντιστασιακής διαμαρτυρίας και των ακτιβισμών. Η περίφημη Κοινωνία των Πολιτών είναι πιο κατακερματισμένη και ανόρεκτη πολιτικά από ποτέ και η κάθετη πτώση του πολιτικού ενδιαφέροντος χρεώνεται κι αυτή στους χειρισμούς και στις μεθόδους των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.: επιχειρώντας να συνδυάσουν με άγαρμπο και δόλιο τρόπο τον φετιχισμό του «Όχι» με τα πολλά «Ναι» της κυβερνητικής προσαρμογής, έκαναν ζημιά και στον δημιουργικό ρεαλισμό και στις αγωνιστικές ουτοπίες.
Υπάρχει, φυσικά, η άποψη ότι η Συμφωνία των Πρεσπών και ο ρεαλιστικός «αντιεθνικισμός» του Αλέξη Τσίπρα αλλάζουν το τοπίο και επαναφέρουν το φυσιολογικό δίπολο δεξιάς και αριστεράς. Μέσα στην κρίση, ωστόσο, και τα τελευταία χρόνια είδαμε ότι μια αντιδραστική Ελλάδα είναι και αριστερή και δεξιά: κανένας πόλος δεν είναι ηθικά και πολιτικά αμέτοχος στις κρίσεις, στη φθορά θεσμών και συνειδήσεων, στην παραγωγή κυνικών στάσεων. Στα πανεπιστήμια, στα συνδικάτα, σε εκπαιδευτικές οργανώσεις, σε διάφορα κινήματα ή «φόρουμ» από την αριστερά έχει βγει ιδεολογικός αυταρχισμός, πνεύμα λογοκρισίας, υπεράσπιση απίστευτων συντεχνιακών ρυθμίσεων. Τίποτα δεν δείχνει πως αυτή η κουλτούρα, μαζί με μια πρωτόγονη αντίληψη για τις πολιτικές αντιθέσεις, έχει αλλάξει. Απλώς έχει προστεθεί και μια νέα «προοδευτική γραφειοκρατία» ως απότοκο των λειτουργικών αναγκών του μηχανισμού εξουσίας και κατανομής των πόρων.
Η φάση σύγκλισης των εθνικισμών της αντίστασης έχει κλείσει από καιρό. Ζούμε την εποχή των άτακτων προσαρμογών, της ευελιξίας δίχως αρχές, της επέκτασης στο κράτος νέων πελατειακών δικτύων, έστω σε μικρότερη κλίμακα από τα παλιά δικομματικά δίκτυα εξαιτίας των δημοσιονομικών περιορισμών της δικής μας εποχής.
Η έξοδος του Καμμένου είναι θετικό γεγονός. Θα μπορούσε να ήταν και σημαντικό, αν δεν είχαν προηγηθεί δεκάδες γεγονότα, πράξεις και αποφάσεις. Ας μη γεννήσει, λοιπόν, αυταπάτες και, κυρίως, ας μη γίνει το άλλοθι όσων χειρίζονται επιλεκτικά τον προοδευτισμό, ενώ προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξαναστήσουν τη μάχη του «φωτός» και του «σκότους» της δεκαετίας του '80.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια