Το 1962 ο παππούς μου αγόρασε ένα κτήμα στο Πόρτο Χέλι. Η περιοχή ήταν τότε κυνηγότοπος και ο παππούς μου πήγαινε με μια παρέα φίλων για να κυνηγήσουν. Δούλευε στη ΔΕΗ. Όταν έγινε η δικτατορία απολύθηκε και με την αποζημίωση που πήρε έφτιαξε ένα σπίτι στο κτήμα που είχε αγοράσει στο Πόρτο Χέλι.
Ο παππούς μου γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912 και έζησε εκεί μέχρι δέκα ετών, οπότε και έφυγε με την οικογένειά του λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η καταγωγή του ήταν από τον Πύργο της Τήνου και όταν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα περνούσε τα καλοκαίρια του σε αυτό το πραγματικά πανέμορφο χωριό, το οποίο τυχαίνει να είναι και γενέτειρα σπουδαίων καλλιτεχνών, όπως ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Ιωάννης Γαΐτης.
Τα παλιά εξοχικά σπίτια τα αγαπάμε γιατί, νομίζω, όλοι μας αγαπάμε πολύ το μικρό παιδί που ήμασταν κάποτε και αν κάτι θυμόμαστε περισσότερο όταν πηγαίνουμε σε αυτά είναι αυτό το παιδί, αυτό που έχουμε χάσει και χαιρόμαστε όταν, έστω για λίγο, το ξαναβρίσκουμε.
Έχοντας μεγάλη αγάπη για το χωριό του, φτιάχνει στο κτήμα που βρίσκεται στο καθόλου κοσμοπολίτικο την εποχή εκείνη Πόρτο Χέλι ένα κυκλαδίτικο σπίτι με άσπρους τοίχους και μπλε παράθυρα. Ο καιρός περνάει, οι γονείς μου γνωρίζονται μεταξύ τους από κοινούς φίλους λίγο καιρό αφού έχουν τελειώσει το σχολείο, ερωτεύονται και 23 χρονών παντρεύονται, παιδάκια ακόμα, αλλά, όπως απέδειξε ο χρόνος, ήξεραν τι έκαναν.
Τρία χρόνια μετά γεννιέται η αδερφή μου η Αριάδνη και τρία χρόνια μετά την Αριάδνη σκάω κι εγώ και γινόμαστε τέσσερις. Τα πρώτα μου γενέθλια τα κάνω στο Πόρτο Χέλι. Στο σπίτι που είχε φτιάξει ο παππούς. Τα δεύτερα εκεί. Τα τρίτα επίσης. Θέλω να πω ότι πηγαίνουμε σε αυτό το σπίτι κάθε καλοκαίρι και κάθε Πάσχα κι έτσι γίνεται με αυτό τον τρόπο ένα σύμβολο των παιδικών μου αναμνήσεων και ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Σε μια εποχή που δεν καταγράφονταν τα πάντα από κινητά και τάμπλετ, είμαστε τυχεροί που έχουν διασωθεί μερικές λίγες φωτογραφίες από διακοπές σε αυτό το σπίτι, φωτογραφίες που τις βλέπεις για ένα δευτερόλεπτο και θυμάσαι ακριβώς την αίσθηση της στιγμής εκείνης, την αίσθηση για εκείνο το παλιό το σπίτι με τη μεγάλη αυλή και τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης που έσκαγε από παντού.
Ο παππούς μου πέθανε το 1989, λίγο καιρό αφού είχε πεθάνει η γιαγιά μου. Ο γιατρός είπε «καρδιά», όλοι εμείς ξέραμε ότι πέθανε από μοναξιά και από μαράζι. Χωρίς τη γυναίκα του, αυτός ο τόσο κεφάτος και καλοσυνάτος άνθρωπος είχε χάσει όλη του την όρεξη για ζωή. Το 1994 οι γονείς μου ανακαίνισαν το σπίτι κι έφτιαξαν και ένα μικρότερο ακριβώς δίπλα για να μην κοιμόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Ήταν και εποχές που οι άνθρωποι ακόμα έφτιαχναν σπίτια, αντί μόνο να πουλάνε.
Σε αυτό το σπίτι έκανα τις πρώτες διακοπές με φίλους, σε αυτό το σπίτι, όταν παντρεύτηκα, έκανα το πάρτι του γάμου, σε αυτό το σπίτι έκαναν τις πρώτες καλοκαιρινές διακοπές τα παιδιά μου και σε αυτό το σπίτι κάθε καλοκαίρι από τότε που χώρισα κάνουμε οι τρεις μας, μαζί με διάφορους φίλους κάθε φορά, τις διακοπές μας. Και τα παιδιά μου, που λόγω των συγκυριών, παρότι μικρά σε ηλικία, έχουν ζήσει ήδη σε πολλά σπίτια, λένε πάντα ότι το αγαπημένο τους σπίτι είναι το Πόρτο Χέλι. Αυτό που έλεγα κι εγώ πάντα. Αυτό που λέω ακόμα και τώρα.
Και δεν ξέρω αν είναι αυτό που νιώθω κάθε φορά όταν είμαι εδώ αποκομμένο από το παρελθόν, αν είναι μια αυτόνομη αίσθηση ή μια αίσθηση που έχει πάνω της όλα αυτά που έχω ζήσει εδώ και κυρίως τα πρώτα μου καλοκαίρια. Αν υπάρχουν δύο μέρη τα οποία θα έχω για πάντα στην καρδιά μου και για τα οποία πάντα θα νιώθω αλλιώς σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο μέρος, αυτά είναι το Πόρτο Χέλι και η Αμοργός, ακριβώς επειδή εκεί πέρασα τα περισσότερα παιδικά μου καλοκαίρια.
Και είναι αυτή η αίσθηση που δεν μπορώ εύκολα να εξηγήσω με λόγια, είναι αυτές οι εικόνες οι αχνές, η μικρή ξύλινη βάρκα που είχε ο παππούς μου στο κτήμα, αυτή με την οποία ψάρευε παλιά, πριν την αποσύρει, είναι αυτή η τεράστια χαρουπιά η οποία υπάρχει ακόμα και είναι σαν να λέει «τα έχω δει όλα, αλλά, δεν γαμιέται, δεν θα πω κουβέντα», είναι οι μυρωδιές που σε πηγαίνουν τριάντα τόσα χρόνια πίσω, χωρίς καν να το καταλάβεις.
Είναι ο εαυτός σου που ανακάλυπτε τον κόσμο και που έκανε στον κήπο τις πρώτες ασυνόδευτες βόλτες, είναι η αίσθηση ότι μεγαλώσαμε, αλλά κάπου μέσα μας υπάρχει ακόμα εκείνο το παιδί που έβλεπε τα πράγματα με τον πιο απλό και όμορφο τρόπο.
Τα εξοχικά σπίτια, τα σπίτια στο χωριό, τα σπίτια στα οποία περνάγαμε τα παιδικά μας καλοκαίρια έχουν τόσα πράγματα πάνω τους και είναι συνήθως συνδεδεμένα μόνο με ωραίες αναμνήσεις και εικόνες. Έχουν μέσα τους οι αναμνήσεις αυτές καλοκαίρια και διακοπές και μεσημεριανούς καταναγκαστικούς ύπνους και κάτι παλιές καρέκλες που για κάποιον περίεργο λόγο τις θυμόμαστε ακόμα κι ένα σωρό άλλες ασήμαντες, αλλά πολύ καλά εντυπωμένες λεπτομέρειες.
Τα σπίτια όπου περάσαμε τα καλοκαίρια μας είναι ο παλιός μας εαυτός, η γιαγιά μας, ο παππούς μας και οι γονείς μας όταν ήταν νέοι και λίγο χίπηδες. Γράφω αυτό το άρθρο εδώ, σε αυτό το σπίτι στο Πόρτο Χέλι, και όπου κι αν κοιτάξω βλέπω κάτι που μου θυμίζει κάτι. Τα παλιά εξοχικά σπίτια τα αγαπάμε γιατί, νομίζω, όλοι μας αγαπάμε πολύ το μικρό παιδί που ήμασταν κάποτε και αν κάτι θυμόμαστε περισσότερο όταν πηγαίνουμε σε αυτά είναι αυτό το παιδί, αυτό που έχουμε χάσει και χαιρόμαστε όταν, έστω για λίγο, το ξαναβρίσκουμε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.