Προκειμένου να θεωρηθείς «in» στις παρέες και σύγχρονος, πρέπει να χαρακτηρίζεις με τα χειρότερα λόγια όλα τα σύγχρονα διατροφικά προϊόντα. Εκφράσεις του είδους «ποιος ξέρει τι μας ταΐζουν» έρχονται κι επανέρχονται συνεχώς. Η σύγχρονη χημεία τροφίμων -για την ίδια ομάδα σχολιαστών- μόνο προβλήματα δημιουργεί. Τα νέα παιδιά που πηγαίνουν στα Goody’s, στα McDonald’s και στα Kentucky Fried Chicken καταναλώνουν περίπου ''δηλητηριώδεις'' τροφές, τις οποίες συνοδεύουν με εξίσου ''βλαβερά'' ποτά, όπως η Coca-Cola.
Ενώ εμείς, στην εποχή μας, ζούσαμε άλλη, φυσική ζωή. Με τον γαλατά να έρχεται το πρωί φορτωμένος το γάλα που μόλις είχε αρμέξει απ’ την αγελάδα. Φρεσκότατο, γεμάτο μικρόβια μελιταίου πυρετού, το οποίο έπρεπε να βράσεις απαραιτήτως για να το κάνεις κατάλληλο να το πιεις. Στον κεντρικό φούρνο της πόλης -της γειτονιάς πουλούσαν μόνο ψωμί- ίσως έβρισκες κάποιο σταφιδόψωμο, που συχνά μπορεί να ήταν και «μυγόψωμο», κι έξω απ’ το σχολείο κάποιοι βρομεροί τύποι πουλούσαν άθλιες τυρόπιτες. Θυμάμαι, στον φούρνο του χωριού, μέσα στο κουβούκλιο με τους κουραμπιέδες, να υπάρχει ένα σύννεφο από μύγες. Στην απορία της γυναίκας μου προς τον φούρναρη «τι γίνεται εδώ, κύριε Κώστα;» η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Θα βρέξει!»
Τα κοτόπουλα που τρώμε σήμερα ουδεμία σχέση έχουν μ’ εκείνα που τρώγαμε εμείς τότε. Να θυμηθούμε, λοιπόν, ότι πριν από το 1960 τρώγαμε, εκτός απ’ την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, που οι κότες έκαναν αυγά και κλώσαγαν, μόνο ηλικιωμένες και άρρωστες κότες. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μας ταΐζει κότα μόνον όταν διαπίστωνε ότι υπήρχε κάποια στο κοτέτσι που πληρούσε τους όρους της γνωστής έκφρασης «πηγαίνει σαν ζαλισμένο κοτόπουλο». Δηλαδή, τα «νοστιμότατα» κοτόπουλα που τρώγαμε τότε και όλοι τα νοσταλγούν συνήθως ήταν άρρωστα. Σε ό,τι αφορά τ’ αυγά, θυμάμαι τις κότες στη γειτονιά να τρέχουν και να καταβροχθίζουν τις κοπριές των αλόγων, κατσαρίδες και άλλα έντομα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και με τις γίδες. Μια και είναι χρήσιμες τόσο για να γεννήσουν κατσικάκια όσο και για την παραγωγή γάλακτος, ο ιδιοκτήτης τις θέλει ζωντανές. Μόνο όταν γεράσουν ή αρρωστήσουν, τις σφάζουν. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι το κρέας από γίδα πωλείται φθηνά.
Ας το έχουμε, λοιπόν, αυτό υπόψη μας όταν «φτιαχνόμαστε» με την εξαιρετική βραστή γίδα που τρώμε στο γραφικό εστιατόριο στο βουνό. Την πέρασε, βέβαια, προηγουμένως η κυρα-Μαρία που τη μαγείρεψε από τη χύτρα ταχύτητας, αλλά ας μην τα θέλουμε και όλα δικά μας. Στο κάτω της γραφής, στην περίπτωση της γίδας υπάρχει και κάτι σίγουρο. Είναι πάντοτε ντόπια, μια και δεν υπάρχουν γίδες κατεψυγμένες. Αλλά, αν οι νέοι δεν τρώνε τόσο καλά και υγιεινά όσο εμείς, γιατί γίνονται υγιέστεροι, ομορφότεροι και ψηλότεροι από μας;
σχόλια