Πριν αρχίσει η διαδικτυακή φρενίτιδα με το φαγητό, ο Βαγγέλης Καμαράκης είχε ένα από τα πιο χρήσιμα μπλογκ που μπορούσες να πετύχεις για το φαγητό της Αθήνας. Κι όταν το πετύχαινες, κολλούσες. Έγραφε με έναν λαχταριστό τρόπο για τα μαγαζιά που επισκεπτόταν και τα πιάτα που δοκίμαζε, κάνοντας μια κριτική που ήταν η πιο αξιόπιστη που έχω συναντήσει. Από τότε άλλαξαν πολλά. Οι κριτικές έγιναν παντού παρουσιάσεις και με ταχύτητα πολυβόλου γέμισε το Ιnternet φαγητό. Έτσι, παράτησε το μπλογκ του και βρήκε άλλα ενδιαφέροντα.
«Όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα με το τουπέ και τις συνήθειες του Βορειοελλαδίτη και πήγαινα σε κάποια διαφημισμένα εστιατόρια, απορούσα: μα, καλά, είναι δυνατόν να δίνεις 30 ευρώ για να φας εδώ; Ήταν μια εποχή που δεν είχες και τόσο καλές επιλογές – και αν είχες, ήταν συνήθως πανάκριβες. Η κουλτούρα στο φαγητό έχει αλλάξει αρκετά τα τελευταία χρόνια και λίγο αν ψαχτείς, θα βρεις μέρη με φαγητό που αξίζει. Και καλές τιμές. Π.χ. στον Πειραιά έχω δοκιμάσει φαγητό που δεν είναι "στημένο" κι έχω φάει και μπουγάτσα όπως τη σερβίρουμε στην Κομοτηνή. Με το κιλό, και όχι σε μερίδες. Πιστεύω ότι θα έπρεπε να πουλάμε καλύτερα στον τουρίστα το καλό ελληνικό φαγητό».
Μπορεί να είμαι και «επαρχίπστερ», που λέει μια φίλη μου, αλλά σίγουρα δεν ντρέπομαι που είμαι επαρχιώτης.
Και νομίζω ότι τώρα που είναι της μόδας όλοι να βγάζουμε φλύκταινες με τον όρο «χίπστερ», ούτε αυτός με ενοχλεί πλέον.
Ο Βαγγέλης λατρεύει το καλό φαγητό, αλλά ακόμα περισσότερο λατρεύει τη μουσική. Είναι DJ από 15 χρονών, από την εποχή που η ελληνική κοινωνία περνούσε τη «μάνα ρέιβερ φάση» μέσα από τα παράθυρα της τηλεόρασης. Στην Κομοτηνή, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, μέχρι τα 18 του έβαζε δίσκους μαζί με 5-6 ακόμα «ταλαίπωρους» που έψαχναν μαγαζιά για να κάνουν πάρτι. Ηλεκτρονική μουσική από βινύλια που μίξαρε ξανά και ξανά στην εκπομπή του στο ξακουστό «Ράδιο Ροδόπη».
Στο διαμέρισμά του κοντά στην πλατεία Εξαρχείων φτάνει η τσίκνα από τις ψησταριές της Βαλτετσίου, η οποία τις «δύσκολες μέρες» μπλέκεται με τη μυρωδιά από τα δακρυγόνα. «Μέχρι τα 23 σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη» λέει. «Μετά τον στρατό ήμουν έναν χρόνο στο Άμστερνταμ για μεταπτυχιακό και έκτοτε είμαι στην Αθήνα. Τα Εξάρχεια μου άρεσαν απ' όταν πρωτόρθα, ως γειτονιά. Γενικά, είναι βολικά γιατί η πρωινή μου δουλειά έχει πολλές μετακινήσεις, οπότε, όσο μπορώ, θέλω να αποφεύγω τις περιττές καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας. Από τα 8,5 χρόνια που μένω Αθήνα, τα 7 χρόνια είμαι στα Εξάρχεια και έναν χρόνο σε αυτό το σπίτι».
Ο Βαγγέλης είναι δικηγόρος και την ημέρα κυκλοφορεί κοστουμαρισμένος και ψαρωτικός, αλλά εδώ και 6,5 χρόνια, ως Yes It Does, Sure It Does!, αυτός και η παρέα του στιγματίζουν τη διασκέδαση στην αθηναϊκή νύχτα, τη μέρα ως Βαγγέλης και τη νύχτα ως Bad Spencer.
«Δεν είναι δύο πράγματα εντελώς ασυμβίβαστα, αν και φαίνονται έτσι» εξηγεί. «Στο μυαλό μου είναι διακριτά. Η μουσική ήταν πάντα το χόμπι μου. Μου άρεσε να παίζω παλιά με τους δίσκους –πλέον με άλλα μέσα– και έχω πειραματιστεί με διάφορα είδη μουσικής. Τα πάρτι δεν τα είδα ως ενασχόληση επαγγελματική – ούτε και τώρα τα βλέπω έτσι. Είναι κάτι που μου ομορφαίνει τη ζωή και αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα. Η δουλειά μου είναι συγκεκριμένη, δεν είναι ούτε τα πάρτι, ούτε το djing».
Το Yes It Does ξεκίνησε ως ιδέα στο Artower. Είχε πάει με την παρέα του και τους άρεσε ως χώρος για ένα event. «Έτσι όπως ήμασταν με την παρέα και το συζητούσαμε, λέμε "δεν κάνουμε κάτι;". Κάναμε ένα πάρτι και είχε επιτυχία. Μετά κάναμε ένα δεύτερο σε άλλον χώρο που μας άρεσε και το ένα έφερε το άλλο. Δεν ήταν κάτι προσχεδιασμένο και δεν φανταζόμασταν ότι πολλά χρόνια μετά θα υπήρχε ακόμα το Yes It Does. Όσο προχωράει, όμως, και βλέπεις ότι έχει απήχηση, το κάνεις και πιο συγκροτημένα. Μόνος μου δεν θα το έκανα και γενικά θεωρώ ότι, όσο με αφορά, για να γίνει κάτι πετυχημένο, δεν μπορεί να είναι one man show. Είναι αδύνατον. Και εν τέλει, νομίζω πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη συνταγή της επιτυχίας».
Κάποια παιδιά στην πορεία έφυγαν, ήρθαν καινούργια. Και με τα παιδιά που έφυγαν εξακολουθούν να είναι φίλοι, υπάρχει πολύ καλό κλίμα μεταξύ τους. «Όλο αυτό το πράγμα είναι δυναμικό. Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι που ήμασταν πριν από 6,5 χρόνια» εξηγεί.
Τα πάρτι των Yes It Does πολύ γρήγορα έγιναν talk of the town και όσο περνούσε ο καιρός αποκτούσαν όλο και πιο φανατικό κοινό, που συνεχώς μεγάλωνε σε αριθμό. Σήμερα θα μπορούσαν να γεμίζουν μεγάλους χώρους, παρόλο που οι ίδιοι δεν το θέλησαν ποτέ. «Δεν είναι δα ότι έχουμε και τόσο πολλές επιλογές, αλλά θέλουμε να είναι ενδιαφέρων ο χώρος όπου κάνουμε τα πάρτι, να έχει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Αυτό είχε πάντα μεγάλη σημασία για εμάς. Και δεν θέλαμε ποτέ να ταυτιστούμε με έναν συγκεκριμένο χώρο. Είναι λίγο δύσκολο να βρεις μεγάλους χώρους που να μην είναι και λίγο απρόσωποι. Κι εμείς θέλουμε να υπάρχει η αίσθηση του σπιτικού, της ζεστασιάς. Δεν θέλουμε ένα κλαμπ που να χωράει 2.000 άτομα. Ούτως ή άλλως, δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε 2.000 ανθρώπους σε ένα πάρτι μας. Αλλά και αν είχαμε, μάλλον θα έπρεπε να αλλάξουμε και τη μουσική πολιτική που έχουμε, πράγμα που δεν θα το θέλαμε επ' ουδενί.
Η δική μας πινελιά στην αθηναϊκή νύχτα ήταν ότι απενοχοποιήσαμε αυτού του είδους τα πάρτι για πολλούς ανθρώπους που δεν ένιωθαν party animals, ούτε ακούν όλη τη μέρα χορευτική μουσική. Επιμένουμε και στη δωρεάν είσοδο, όσο μπορούμε. Ήταν μια επιλογή ανάγκης από την αρχή. Το πάρτι μας άρχισε να μεγαλώνει και να εξελίσσεται μέσα στην κρίση, οπότε αυτό μας φαινόταν ότι ήταν το σωστό. Πολλές φορές και οι χώροι που διαλέγαμε μας έδιναν αυτή την επιλογή. Και τώρα προσπαθούμε γι' αυτό. Ελάχιστα πάρτι μας έχουν είσοδο. Ζητήματα όπως η τιμή των ποτών μας ενδιέφεραν από την αρχή. Θέλαμε ο άλλος να νιώθει καλά, να μη νιώθει ότι τον εκμεταλλεύεσαι. Γι' αυτό και προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε αυτό που κάνουμε με σοβαρότητα και σεβασμό για όσους μας τιμούν. Είχαμε πάντα και την τύχη να έχουμε τις πρωινές μας δουλειές και τα πάρτι να είναι κάτι που μας ομορφαίνει τη ζωή μας. Όταν ξεκινήσαμε ήταν η προ κρίσης εποχή και είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι για το κέφι μας. Αυτό δεν άλλαξε στην πορεία.
Θεωρώ ότι η Αθήνα τα τελευταία χρόνια έχει κάνει τρομερό μουσικό catch up. Βλέπεις μουσικούς και παραγωγούς που κυκλοφορούν πράγματα στο Λονδίνο και στο Βερολίνο και μετά από 6 μήνες έρχονται Αθήνα και παίζουν. Αν σκεφτείς πόσο μεγάλο ήταν το κενό σε αυτό το πεδίο πριν από κάποια χρόνια, μιλάμε για μεγάλη βελτίωση. Έχεις όμως την αίσθηση ότι πρέπει να υπάρξει το επόμενο βήμα, το οποίο δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι και δεν ξέρω αν θα έπρεπε να είμαστε εμείς αυτοί που θα το κάνουμε. Εμείς μεγαλώνουμε σιγά-σιγά.
Όταν ξεκινήσαμε και εμείς και οι Amateur Boys και ο Κορμοράνος ήμασταν μεταξύ 25-30 χρονών. Στην ηλικία που βγαίνεις περισσότερο. Το αίμα σου βράζει. Έχει ενδιαφέρον να βλέπεις τι κάνουν τώρα τα παιδιά που είναι 25-30, τα πάρτι με τα neon και τα σχετικά που γίνονται όλο και πιο μαζικά. Και μου αρέσει που βλέπω ότι ασχολούνται και παιδιά που είναι πιο πιτσιρικάδες από ό,τι ήμασταν εμείς όταν ξεκινήσαμε. Η ανάγκη για επιβίωση ίσως έχει κάνει τα νέα παιδιά λίγο πιο "ξεψαρωμένα" και ίσως ενδιαφέρονται να κερδίσουν και χρήματα από αυτό. Δεν το θεωρώ κακό. Εμείς μεγαλώσαμε με άλλες συνθήκες. Στα 16-17 είχαν περισσότερα χρήματα οι γονείς μας, το επαγγελματικό μας ξεκίνημα ήταν πιο εύκολο, η φοιτητική ζωή πιο ανέμελη. Τώρα ζορίζονται. Τα νέα παιδιά πρέπει να βγάλουν και το χαρτζιλίκι τους. Ακόμα και αν για εμάς δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα, θεωρώ πολύ υγιές, ιδίως σήμερα, να είσαι 20 χρονών, να τρέχεις ένα clubnight και να σκέφτεσαι και το οικονομικό κομμάτι. Άσε που έχουν και πολλά να αποκομίσουν σε επίπεδο εμπειριών. Πριν από λίγο καιρό ένας φίλος μού έλεγε μια ιστορία για μια συμβουλευτική εταιρεία στην Αγγλία που προτίμησε να προσλάβει έναν νεαρό club promoter από μεγαλύτερούς του και με πολύ καλύτερα τυπικά προσόντα, γιατί ήξερε από μικρή ηλικία πώς να βγάλει χρήματα.
Αισθάνομαι αρκετά Αθηναίος πλέον, αν και οι φίλοι μου θα γελάνε στην ιδέα και μόνο, γιατί ακόμα κουβαλάω πολλά από τα "κουσούρια" της καταγωγής μου κι αισθάνομαι υπερήφανος για καθένα από αυτά. Μπορεί να είμαι και "επαρχίπστερ", που λέει μια φίλη μου, αλλά σίγουρα δεν ντρέπομαι που είμαι επαρχιώτης. Και νομίζω ότι τώρα που είναι της μόδας όλοι να βγάζουμε φλύκταινες με τον όρο "χίπστερ", ούτε αυτός με ενοχλεί πλέον. Πριν μετακομίσω, δεν μου άρεσε καθόλου η Αθήνα. Είναι μια πόλη, όμως, που μπαίνει μέσα στο πετσί σου. Αρχίζεις να κοιτάς τι κάνει τη διαφορά, να βλέπεις τη διαφορετικότητα μέσα στην πόλη. Είναι φορές που σου σπάει τα νεύρα, αλλά αυτήν τη στιγμή δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι στην Ελλάδα θα μπορούσα να μείνω κάπου αλλού εκτός από την Αθήνα, και όσο εγωιστικό και αν ακούγεται, θεωρώ ότι αυτό που θα με κάνει για πάντα χαρούμενο, ακόμα και όταν σταματήσουν τα YidSid, είναι που για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην ιστορία της πόλης, ένα τόσο δα μικρό κομμάτι της ζωής της τα Σαββατοκύριακα το επηρέασαν η ομάδα στην οποία ανήκω και οι άνθρωποι που αγάπησαν αυτό που κάνουμε».
σχόλια