Όταν πληροφορήθηκα την έκδοση της έρευνας «Αστυνομία, Βία και Δικαιώματα» της Ελληνικής Ένωσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ), σκέφτηκα να κάνω μια κουβέντα με τον επιστημονικό συνεπιμελητή της και πρόεδρο της οργάνωσης σχετικά με ένα ζήτημα που απασχολεί δυστυχώς τακτικά την επικαιρότητα. Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Μεθοδολογίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο συνομιλητής μου, που έχει επίσης χρηματίσει Βοηθός Συνηγόρου του Πολίτη και πρώτος γενικός γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής, είναι από τους ανθρώπους που γνωρίζουν καλά πρόσωπα και πράγματα.
Κατά τραγική σύμπτωση, τη μέρα που θα επικοινωνούσα μαζί του –την επομένη της παρουσίασης της έκδοσης− έμαθα για τον «αιφνίδιο» (;) θάνατο του 37χρονου μετανάστη Μοχάμεντ Καμράν Ασίκ στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα, γεγονός που έκανε εξαιρετικά επίκαιρη την έκθεση αυτή με έναν τρόπο που σίγουρα δεν θα επιθυμούσαν ούτε οι συντάκτες της, ούτε κανένας πολίτης με στοιχειώδεις δημοκρατικές ευαισθησίες. Λίγο προτού δημοσιευτεί αυτή η συνέντευξη, ο 29χρονος Μπαγκλαντεσιανός Μία Χαριζούλ που κρατούνταν στο ΑΤ Ομόνοιας βρέθηκε απαγχονισμένος κάτω από περίεργες συνθήκες, με την ανακοίνωση της αστυνομίας να αφήνει κι εδώ πολλά κενά.
Όπως, όμως, αποκάλυψε ο Ανδρέας Τάκης, δεν είναι η πρώτη φορά που πέφτουν με τους συνεργάτες του «θύματα» τέτοιων τραγικών συμπτώσεων και είχε πολλά και ενδιαφέροντα να πει τόσο γι’ αυτές όσο και για τις «μετέωρες» σχέσεις της ΕΛΑΣ με τη δικαιοσύνη, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα, με μέρος του πολιτικού συστήματος, με την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας, αλλά και τη δική της.
― Μου λέγατε ότι τείνετε πλέον να γίνετε προληπτικός…
Δυστυχώς ναι! Στη διάρκεια της αμέσως προηγούμενης εκδήλωσης που κάναμε στον ΔΣΑ για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία, παραμονή της επετείου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, μάθαμε ότι δολοφονήθηκε μετά από καταδίωξη από αστυνομικούς ο 16χρονος Ρομά Κώστας Φραγκούλης, για 20 ευρώ βενζίνη που δεν πλήρωσε (5/12/2022). Τώρα, μία μόλις μέρα μετά την παρουσίαση της έρευνας στη Δημοτική Αγορά Κυψέλης, μάθαμε για τον θάνατο του Ασίκ μετά από βασανιστήρια, όπως καταγγέλλεται, και όπως φαίνεται πολύ πιθανό με βάση τις φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν. Έστω όμως κι αν δεν δολοφονήθηκε, η αναξιοπιστία των εξηγήσεων που έδωσε η ΕΛΑΣ είναι εμφανής, όπως και στην περίπτωση του Χαριζούλ.
Δεν χρειάζεται καν να έχει ένας ένστολος προοδευτικές ιδέες, προέχει να είναι σωστός επαγγελματίας. Και όπως και εμείς ως κοινωνία οφείλουμε να μην υποτιμάμε το δύσκολο έργο των αστυνομικών, έτσι κι εκείνοι πρέπει να αισθάνονται ότι κάνουν κάτι που αξίζει. Τι να λέμε, όμως, η ίδια η αστυνομία είναι σε κρίση…
― Αναφορικά με τον Ασίκ, το γραφείο Τύπου της ΕΛΑΣ έκανε λόγο για έναν άστεγο χωρίς χαρτιά, κάτι που όπως φαίνεται δεν ίσχυε. Η εκπρόσωπός της ειρωνεύτηκε μάλιστα τα δημοσιεύματα, λέγοντας ότι «έβγαλαν» ιατροδικαστική γνωμάτευση.
Οι ίδιες οι αστυνομικές ανακοινώσεις αφήνουν πολύ σοβαρά ερωτηματικά. Γιατί το θύμα περιφερόταν από τμήμα σε τμήμα, γιατί δεν του επετράπη να επικοινωνήσει με τους οικείους και τη δικηγόρο του ώστε να διαπιστωθεί πάραυτα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζούσε πολλά χρόνια στη χώρα, με κανονική εργασία, ένσημα και άδεια διαμονής; Είχε κι άλλα σκοτεινά σημεία προς διερεύνηση αυτή η ανακοίνωση, είπαν ότι τον έπιασε αμόκ, έσπασε νιπτήρες, επιτέθηκε σε συγκρατούμενούς του και σε αστυνομικούς, σχηματίστηκε μάλιστα δικογραφία γι’ αυτό, οπότε καταδικάστηκε αυτεπαγγέλτως και ξαναμπήκε στο κρατητήριο. Είχε, όμως, και ένα έξτρα ενδιαφέρον σημείο το δελτίο Τύπου της ΕΛΑΣ, εκεί που εστιάζει τεχνηέντως στη δημιουργία ενός επικίνδυνου ανθρωπότυπου στο πρόσωπο ενός ξένου και ειδικότερα Πακιστανού, που είναι και εθνοφυλετικά πιο «ανοίκειος», τον οποίο μάλιστα συνδέει με το ιδιαίτερα μείζον στις μέρες μας έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας. Πρόκειται ακριβώς για ένα σύνηθες σε τέτοιες περιπτώσεις μοτίβο, όπου οι ίδιες οι αστυνομικές ανακοινώσεις βρίθουν ανακριβειών, ασαφειών αλλά και με μια αφηγηματικότητα συγκεκριμένα «χρωματισμένη» (αλλοδαπότητα, αστεγία, χρήση ουσιών, παρενόχληση, οικογενειακή βία στην περίπτωση αυτή). Ποιος μας λέει ότι όλα αυτά αληθεύουν; Η απάντηση από το δελτίο Τύπου, φοβάμαι και από τις δικογραφίες, είναι οι αστυνομικοί του τμήματος του Αγίου Παντελεήμονα. Ακόμα, βλέπετε, και το μοναδικό στοιχείο που θα μπορούσε να τους επιβεβαιώσει ή να τους διαψεύσει, οι ηλεκτρονικές κάμερες, αν και παντού στο κτίριο, ήταν απούσες από τον χώρο όπου βρέθηκε το πτώμα! Τι να σκεφτεί, έπειτα, ακόμα κι ένας απλός πολίτης που θέλει και προσπαθεί να εμπιστεύεται την αστυνομία;
Αναφορικά τώρα με τον Χαριζούλ, δεν μπορούμε βέβαια με τα μέχρι τώρα στοιχεία να μιλήσουμε για δολοφονία, ακούγεται όμως περίεργο να αυτοκτόνησε χωρίς κανείς από τους έντεκα συγκρατούμενούς του να αντιδράσει, ενώ γράφτηκε ότι συνελήφθη για φθορές σε αστυνομικό όχημα. Ακόμα κι έτσι να έγιναν τα πράγματα, η ανακοίνωση δεν μοιάζει πολύ πειστική. Γενικά μιλώντας, σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω μπαίνει εκείνο το στοιχείο το οποίο εμείς που παρακολουθούμε συστηματικά τη δράση της ελληνικής αστυνομίας εδώ και μια εικοσαετία αναφέρουμε και στην έρευνα, στο κεφάλαιο «Οι περίπλοκες σχέσεις της ΕΛΑΣ με την αλήθεια και το ψέμα». Και αυτό που προκύπτει είναι μια κλιμάκωση στα στοιχεία ανομίας εντός της. Υπόψη βέβαια ότι τα στατιστικά μας δεδομένα είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικά ή ελλιπή, καθώς η ΕΛΑΣ δεν καταγράφει λεπτομερώς τη δράση της, όπως κάνουν οι αστυνομίες άλλων χωρών, ακόμα και με οπτικοακουστικό υλικό, η παρουσία ή μη του οποίου, όπως στην περίπτωση του Ασίκ, έχει κομβική σημασία. Αν κάποιοι ελάχιστοι αστυνομικοί έχουν ελεγχθεί ποινικά για βιαιοπραγίες σε βάρος πολιτών, μέχρι και για δολοφονίες, αυτό οφειλόταν στην ύπαρξη ατράνταχτου αποδεικτικού υλικού και μαρτυριών που η ΕΛΑΣ δεν μπορούσε να διαψεύσει, καθώς κιόλας δεν προέρχονταν από τις ευάλωτες ομάδες στις οποίες συνήθως ανήκουν τα θύματα. Μολονότι τέτοια φαινόμενα καταγράφονταν και παλιότερα, ένα σημείο τομής είναι σίγουρα η αυξανόμενη ένταση της κοινωνικής δυσανεξίας που προκάλεσε η κρίση του 2008, οπότε παρατηρούμε όχι μόνο μια συστηματική κλιμάκωση αυτών των «μεμονωμένων περιστατικών» αλλά και μια μεταβολή της σχέσης της ΕΛΑΣ με την ίδια την αλήθεια. Όχι ότι ήταν πάντοτε ειλικρινής, αλλά τουλάχιστον όποτε μια τέτοια αναμφισβήτητη αλήθεια προέκυπτε, τρόμαζε. Πλέον παρατηρούμε ότι επιθυμεί ατύπως να προβάλλονται στα ΜΜΕ ακόμα και οι έκνομες συμπεριφορές της, προκειμένου να κεφαλαιοποιηθούν πολιτικά.
― Μιλάμε δηλαδή για μια αυτονόμηση, τρόπον τινά, της ΕΛΑΣ;
Θα μπορούσαμε μέχρι ενός σημείου να το πούμε κι αυτό, παρότι δεν φαίνεται να συμβαίνει −ελπίζω τουλάχιστον−, με την έννοια ότι κάποιοι αστυνομικοί που εμφορούνται από ακροδεξιές απόψεις έχουν συστήσει ομάδες «λαϊκών τιμωρών», όπως σε κάποιες λατινοαμερικανικές χώρες. Η αίσθηση, εντούτοις, της αποδέσμευσης αστυνομικών από το υπηρεσιακό καθήκον που περιλαμβάνει την υποχρέωση προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών φαίνεται να έχει μια άτυπη πολιτική ανοχή, η οποία ενδεχομένως συνδέεται με μια πολιτική στρατηγική. Να υπενθυμίσω μια πολύ μελανή στιγμή, όταν ο τότε υπουργός ΠροΠο Τάκης Θεοδωρικάκος έσπευσε στη ΓΑΔΑ να συμπαρασταθεί δημόσια στους αστυνομικούς που κατηγορούνταν για τον φόνο ενός άλλου νεαρού Ρομά, του Νίκου Σαμπάνη. Ενέργεια αδιανόητη σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, έστω κι αν ήταν αθώοι! Είναι σαν να αδειοδοτεί η πολιτεία άτυπα την αστυνομία, και συγκεκριμένα τις χαμηλές βαθμίδες του σώματος, να αυθαιρετούν και να βιαιοπραγούν κατά βούληση, εν είδει συμμορίας, απέναντι σε ανθρώπους από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Διότι υπάρχουν, ξέρετε, κάποιοι που φαντασιώνονται ότι είμαστε σε πόλεμο με τους ξένους, τους αλλόφυλους, τους αλλόθρησκους, τους αναρχικούς, τις «φωνασκούσες μειοψηφίες» στα πανεπιστήμια κ.λπ., κι εκεί δεν υπάρχει χώρος για δικαιώματα. Όταν αυτό το βλέπουμε να αντανακλάται στις ίδιες τις επίσημες ανακοινώσεις της ΕΛΑΣ, ευνόητο είναι να θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένας χαλαρός ίσως ακόμα μηχανισμός παραγωγής μιας εγκληματικής πραγματικότητας, μέσα από τη στόχευση κοινωνικών ομάδων που καταδεικνύονται ως «φύσει» παράνομες και επικίνδυνες, δικαιολογώντας έτσι ακόμα και δολοφονίες.
― Έχει διατυπωθεί συχνά το ερώτημα αν η αυξανόμενη αστυνομική βία και αυθαιρεσία έχει τις «ευλογίες» της πολιτείας.
Κοιτάξτε, άλλο να έχεις να αντιμετωπίσεις την αυτονόμηση κάποιων αστυνομικών ή μιας ομάδας μέσα στην υπηρεσία και άλλο να διαπιστώνεις ότι νιώθουν την ευχέρεια να εκτονώσουν την όποια άνομη προδιάθεσή τους όχι γιατί έχουν ευθέως λάβει τέτοια εντολή, αλλά επειδή φαίνεται να υπάρχει μια άτυπη πολιτική απόφαση ότι, για ορισμένα τουλάχιστον ζητήματα, η πολιτεία θα κάνει τα στραβά μάτια για τα όργανα αυτά και θα τα προστατεύσει εάν βρεθούν εκτεθειμένα. Έχουμε, επιπλέον, μια πλειάδα στοιχείων για τον τρόπο που αυξόντως η ελληνική πολιτεία μεταχειρίζεται τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, ιδίως από την Ασία, αφενός κάνοντάς τους «τον βίο, αβίωτο», όπως δήλωνε ευθαρσώς πρώην αρχηγός της ΕΛΑΣ, αφετέρου αναλαμβάνοντας ρόλο «τροχονόμου» της Ε.Ε. στο προσφυγικό, με αποτέλεσμα να βγαίνουν μετά η Γερμανία ή η Ολλανδία και να λένε «κλείνουμε τα σύνορα». Όταν λοιπόν αυτή είναι η επίσημη «γραμμή», πόσο περιμένουμε να «αυτοσυγκρατηθεί» ένας απλός αστυνομικός;
― Ακόμα πάντως και σε περιπτώσεις που αποδεικνύεται περίτρανα η ενοχή κάποιου αστυνομικού, πολύ σπάνια τιμωρούνται ανάλογα, κι αυτό μόνο αν υπάρξει μεγάλη κοινωνική κατακραυγή. Ευκολότερα θα καταδικαστεί και θα αποταχθεί ένας ένστολος για κάποιο παράπτωμα του κοινού ποινικού δικαίου, παρά σε τέτοιες υποθέσεις.
Πράγματι, και οι λίγες καταδίκες δεν γκρεμίζουν την παγιωμένη εικόνα μιας δομικής, συστηματικής ατιμωρησίας. Επιπρόσθετα, όπως είπαμε, ένα κομμάτι του πολιτικού σώματος της χώρας φαίνεται να νιώθει ικανοποιημένο και ασφαλές από τέτοιες συμπεριφορές αστυνομικών και τη νομική «ασυλία» που απολαμβάνουν, πεπεισμένο ότι τα θύματα τέτοιων συμπεριφορών σαφώς τις αξίζουν. Όμως η ασφάλεια αυτή αποδεικνύεται αυταπάτη ακόμα και για φιλήσυχους, «υπεράνω πάσης υποψίας» πολίτες, όπως έδειξε η υπόθεση Ινδαρέ. Διότι αποδείχθηκε ότι ο καθένας μπορεί να εισπράξει περιφρόνηση, βία, ρατσισμό και αυθαιρεσία από αστυνομικούς αν βρεθεί στην «κακιά στιγμή». Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν καθίσταται σαφής η ανάγκη διασφάλισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, κι αυτά υπερασπιζόμαστε στο πρόσωπο του μετανάστη, του Ρομά, του πολιτικού ακτιβιστή –άσχετα αν συμφωνούμε ή όχι μαζί του−, κάθε ατόμου που υφίσταται αστυνομική βία. Δεν είναι θέμα κάποιας συμπάθειας ή «προτίμησης», είναι ζήτημα θεμελιώδους λειτουργίας του πολιτεύματος, η οποία είναι μη διαπραγματεύσιμη.
― Ακούμε καμιά φορά να μας λένε αστυνομικοί ότι η ΕΛΑΣ είναι πολύ «μαλακή» συγκριτικά με την αμερικανική ή τη γαλλική αστυνομία, π.χ., και άρα κακώς διαμαρτυρόμαστε για τις πρακτικές της.
Στις ΗΠΑ και αλλού έχει ήδη συντελεστεί το φαινόμενο της «κανονικοποίησης» της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στο οποίο οδεύουμε κι εδώ. Όλοι θυμόμαστε την υπόθεση Τζορτζ Φλόιντ που πυροδότησε το κίνημα Black Lives Matter, με τον δράστη αστυνομικό να μην πτοείται από το γεγονός ότι τον έδειχνε η ίδια του η κάμερα. Οι ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες όμως εκεί, εφόσον παραγγελθούν, κινούνται αμέσως και είναι απείρως πιο αποτελεσματικές από ό,τι στην Ελλάδα, άσχετα που ούτε οι ΗΠΑ είναι ο ορισμός του κράτους δικαίου. Έπειτα, οσοδήποτε αυστηρή και βίαιη κι αν είναι η αστυνομία εκεί, αυτό κατά βάση γίνεται εντός των προβλεπόμενων κανονισμών, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ, όπου βρίσκονται όλα διαρκώς υπό διαπραγμάτευση. Και ναι μεν, αν τύχεις σε «καλό παιδί» αστυνομικό, μπορεί και να παραβιάσει τον κανονισμό υπέρ σου, στατιστικά όμως, και ειδικά αν ανήκεις στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, το πιθανότερο είναι η παραβίαση αυτή να είναι εναντίον σου.
― Τα τελευταία χρόνια είδαμε ωστόσο μέχρι και κάποιους συνδικαλιστές αστυνομικούς να αντιδρούν απέναντι σε αυτό το «κατεστημένο».
Βεβαίως, κι αυτό είναι πολύ θετικό, παρότι μιλάμε για μια μικρή μειοψηφία, για την οποία μάλιστα τέτοιες πρωτοβουλίες συνεπάγονται μεγάλο ρίσκο, επαγγελματικό και προσωπικό. Πρόσφατα κιόλας θεωρήσαμε αναγκαίο να στηρίξουμε δημόσια τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ρατσιστικού Εγκλήματος Μιχάλη Λώλη, ο οποίος κινδυνεύει να διωχθεί πειθαρχικά από μια αναφορά του κόμματος Νίκη για δήθεν ρατσισμό σε βάρος ιερωμένων. Να ξεκαθαρίσω κιόλας εδώ ότι τίποτα από όσα λέω ή γράφονται στην έκθεση δεν μεταφράζεται ως σχέση αντιπαλότητας με την ΕΛΑΣ, με την οποία αντίθετα η ΕλΕΔΑ επιθυμεί και διαθέτει ήδη συνεργασία. Μακάρι να διάβαζαν όλοι οι αστυνομικοί όσα γράφονται εκεί. Είμαστε σίγουροι ότι οι περισσότεροι, νηφάλιοι και συνεπείς στο έργο τους, θα αναγνωρίσουν τα όσα επισημαίνουμε ως εν πολλοίς αληθή και θα προβληματιστούν. Στο κάτω-κάτω, η αξίωσή μας είναι να λειτουργούν ως επαγγελματίες και πολίτες οι ίδιοι, αντάξια της σοβαρότητας του έργου που ανέλαβαν.
― Με την ευκαιρία, ισχύει ότι έχουμε πολύ μεγάλο αριθμό αστυνομικών στην Ελλάδα σε σχέση με τον πληθυσμό;
Βεβαίως, είμαστε από τις πρώτες χώρες παγκοσμίως, κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται να συνεπάγεται καλύτερη αστυνόμευση εκεί όπου πραγματικά θα χρειαζόταν. Αυτό έχει προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ίδια τη λειτουργία της υπηρεσίας, όπως ομολογούν και αρκετοί αστυνομικοί που γνωρίζω προσωπικά.
― Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια γίνονται αρκετές προσπάθειες για την επιμόρφωση των αστυνομικών σε θέματα δικαιωμάτων και διακρίσεων, δεν αρκούν, λέτε, ή δεν εισακούγονται;
Κοιτάξτε, όλοι οι αστυνομικοί στη χώρα πρέπει να έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον άπαξ ένα τέτοιο σεμινάριο. Το θέμα είναι ότι η επιμόρφωση των αστυνομικών, όπως και γενικά των δημοσίων υπαλλήλων, συχνά αντιμετωπίζεται από τους ίδιους και τους προϊσταμένους τους απλώς ως διάλειμμα εργασιακού χρόνου. Επιπλέον, πολλά από τα σεμινάρια αυτά είναι τεχνικά λάθος. Σημασία δεν έχει να ξέρει ο αστυνομικός απέξω το Συνταγματικό Δίκαιο αλλά το πόσο εναρμονίζεται αυτό με την καθημερινή του πρακτική. Το πόσο δυνατά θα χτυπήσει, π.χ., εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, «μετριέται» νομικά. Να κατανοεί, επίσης, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι θεωρία, ούτε «σάλτσα», αλλά κάτι που προσδιορίζει με μεγάλη τεχνική ακρίβεια τις ατομικές συμπεριφορές κατά την επαφή με τον πολίτη και ότι η παραβίασή τους επιφέρει συνέπειες. Δεν χρειάζεται καν να έχει ένας ένστολος προοδευτικές ιδέες, προέχει να είναι σωστός επαγγελματίας. Και όπως και εμείς ως κοινωνία οφείλουμε να μην υποτιμάμε το δύσκολο έργο των αστυνομικών, έτσι κι εκείνοι πρέπει να αισθάνονται ότι κάνουν κάτι που αξίζει. Τι να λέμε, όμως, η ίδια η αστυνομία είναι σε κρίση…
― Τι εννοείτε;
Καταρχάς βλέπουμε να διαρρηγνύεται η ιεραρχική αλυσίδα. Η ΕΛΑΣ, την τελευταία πενταετία ειδικά, έχει γιγαντωθεί, με χιλιάδες νέες προσλήψεις, όχι όμως αστυνομικών αλλά ειδικών φρουρών και άλλων παρεμφερών κατηγοριών, που δεν προέρχονται από τις σχολές της Αστυνομίας, οι απόφοιτοι των οποίων, ενώ έχουν μια πολύ καλή εκπαίδευση, είναι πια μειοψηφία επιχειρησιακά, διότι αυτό το αναλαμβάνουν ολοένα περισσότερο οι ειδικοί φρουροί, που διαθέτουν ένα απλό πτυχίο και μια βασική εκπαίδευση μόλις 2-3 μηνών! Αυτοί είναι που έχουν «αποικιοποιήσει» την ΕΛΑΣ, αναλαμβάνοντας από τη φύλαξη των πανεπιστημίων μέχρι εκείνη των συνόρων. Αν παρατηρήσετε δε ποιοι εμφανίζονται συνήθως να εκπροσωπούν την ΕΛΑΣ στα κανάλια, αυτοί είναι ακριβώς οι συνδικαλιστές των ειδικών φρουρών, που έχουν μάλιστα μια έφεση στις αυταρχικές και τις εθνικιστικές «κορόνες». Μιλιταριστικά και «πατριωτικά» μπλογκ και ιστοσελίδες βρίθουν ανακοινώσεων και οδηγιών που απευθύνονται ειδικά στους νέους της επαρχίας για το πώς μπορούν να προσληφθούν στην αστυνομία. Είναι, επιπλέον, πολύ δυσάρεστο να βλέπεις συνδικαλιστές αστυνομικούς να θεωρούν προνομιακό συνομιλητή και «πάτρωνά» τους ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.
― Θα διαμαρτυρηθούν όμως, φοβάμαι, κάποιοι, ρωτώντας γιατί ασχολείστε τόσο με την αστυνομική βία. Μόνο αυτή είναι πρόβλημα;
Στην ΕλΕΔΑ καταδικάζουμε απερίφραστα κάθε βίαιη συμπεριφορά, από όπου κι αν προέρχεται. Η αστυνομική βία και αυθαιρεσία έχει, εντούτοις, μεγαλύτερο δείκτη επικινδυνότητας και απαξίας, διότι υποτίθεται ότι η υπηρεσία αυτή έχει συσταθεί για να προστατεύει τους πολίτες, οι οποίοι κιόλας τη συντηρούν με τους φόρους τους. Διαθέτει επίσης το κρατικό «μονοπώλιο» στην άσκηση βίας. Γι’ αυτό και η αναγκαιότητα της αξιοπιστίας και της εύρυθμης λειτουργίας της είναι αδιαπραγμάτευτη. Πράγμα που, σημειωτέον, ισχύει και για τη Δικαιοσύνη, που επίσης πάσχει και η οποία έχει επίσης ευθύνες για την επίταση της αστυνομικής ανομίας – υπεύθυνοι άλλωστε για την επίβλεψη της αστυνομικής αρχής είναι οι εισαγγελείς, που στην Ελλάδα έχουν αποκτήσει υπερεξουσίες, ιδίως με τις πρόσφατες αλλαγές του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας.
― Κλείνοντας και για να θυμηθούμε μια διάσημη ρήση πρώην υπουργού, πόσο ταυτίζεται το νόμιμο με το ηθικό;
Κοιτάξτε, δεν είναι διαφορετικά πράγματα, ούτε όμως ίδια. Η ηθική επαφίεται στην ελεύθερη βούληση και είναι ατομική ευθύνη καθενός μας, ο νόμος πάλι ενέχει το στοιχείο του καταναγκασμού. Το πότε, ωστόσο, δικαιολογείται ο καταναγκασμός σχετίζεται τόσο με την προσωπική ηθική όσο και με εκείνη της κοινής συμβίωσης. Και για να είναι άξιος υπακοής ένας νόμος, ακόμα κι αν δεν μας αρέσει, πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορούν να αποκοπούν από μια δημόσια ηθική της δημοκρατίας. Επομένως, ό,τι είναι ηθικό δεν είναι αναγκαστικά νόμιμο και υποχρεωτικό, ό,τι όμως είναι νόμιμο οφείλει να έχει το ηθικό κύρος μιας απόφασης που έχει ληφθεί πράγματι δημοκρατικά.